ἄσκαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσκαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσκαλος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Τρίκκ. κ.ἀ.) –Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ἄσκαλους Ἤπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄσκαλος.

Σημασιολογία

Ἀσκάλιστος Α 1, ὃ ἰδ.᾽ ἔνθ’ ἀν.: Ἔχω πολλὰ καλαμπόκιˬα ἄσκαλα Ἤπ. Ἔχω ἀκόμα ἄσκαλο τ’ ἀμπέλι Κλουτσινοχ. ‖ Φρ. Ἀπόμ’νι ἄκιρ’ κιˬ ἄσκα’ (ἐπὶ νέας γυναικὸς χηρευσάσης. ἄκιρ’=ἄκαιρη) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/