ἀσκαλώπακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκαλώπακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσκαλώπακας ὁ, D’ Arcy Thompson Gloss. Of Greek Birds2 261 ἀσκαλώπακος ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀσκαλώπας ἢ ἐκ συμφύρ. τούτου καὶ τοῦ συνωνύμου σκολόπαξ. Τύπ. ἀσκολόπακας παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν σκολόπαξ ὁ ἀγροδίαιτος (scolopax rusticola) τῆς τάξεως τῶν καλοβατικῶν (grallatores) τῆς οἰκογενείας τῶν σκολοπακιδῶν (scolopacidae). Συνών. μπεκάτσα, ξυλόκοττα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/