ἀσκάλωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκάλωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσκάλωτα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσκάλωτος.
Σημασιολογία
1) Ἄνευ κλίμακος, σκάλας ἢ ἄνευ σκαλίων, ἄνευ σκαλωμὰτων: Ἀσκάλωτα ἀνέβηκε τὸν τοῖχο. ’Σ τὴν κατηφοριˬὰ ἀσκάλωτα ποῦ ’βαλες τοὶς φυτε͜ιὲς τοὶς πῆρε ἡ νεροποντή. 2) Χωρὶς νὰ ἔχῃ γίνει ἀρχὴ Πόντ. (Χαλδ.): Σκαλωμένα κιˬ ἂσκάλωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA