ἀσκάλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκάλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκάλωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀσκάλουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σκαλωτὸς<σκαλώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἄνευ κλίμακος ὢν Λεξ. Δημητρ.: Οἱ μαραγγοὶ ἕνα μῆνα μοῦ ἔχουν ἀφήσει τὸ σπίτι ἀσκάλωτο. β) Ὁ μὴ ἔχων σκαλιά, προεξοχάς, ἐξ ὧν νὰ κρατηθῇ τις ἀναρριχώμενος Λεξ. Δημητρ.: Λεύκα ἀσκάλωτη. 2) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ χώματα δὲν ἔχουν ἰσοπεδωθῆ κλιμακηδὸν εἰς ἐπάλληλα ἐπίπεδα, ἐπὶ ἀγρῶν Λεξ. Δημητρ.: ’Σ ἀσκάλωτη πλαγιˬὰ ἀμπέλι δὲ βαστάει. 3) Ὁ μὴ ἀναρριχηθείς, ὁ μὴ ἀναρτηθεὶς εἴς τι πολλαχ.: Τριχιˬὰ ἀσκάλωτη ᾿ς τὸ σαμάρι Λεξ. Δημητρ. β) Μεταφ. ὁ μὴ ἐμπλακεὶς εἴς τι ἐμπόδιον Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Φαίνεται πῶς ἡ δουλε͜ιά μας δὲ θὰ μείνῃ ὥς τὸ τέλος ἀσκάλωτη Λεξ. Πρω. 4) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἤρχισέ τις ἀκόμη Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ’Εφέκεν τὴ δουλείαν-τ᾿ ἔργον ἀτ’ ἀσκάλωτον Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA