γιˬορτάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬορτάζω, ἑορτάζω λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Κάσ. Κρήτ. Πόντ. (Οἰν.) Σίφν κ.ἀ. ἀορτάζω Κίμωλ. ’ορτάζω Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Σχιν ἱουρτάζου Μακεδ (Γαλατ. Δρυμ.) γιˬορτάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬορτάζ-ζω Χίος (Πισπιλ. Ποταμ.) γιˬορτάζου Εὔβ. (Βρύσ. κ.ἀ. Πελοπν. (Μάν.) γιˬουρτάζου βόρ. ἰδιώμ. γιˬορτιάζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δίβρ. Καρδαμ. Λάμπ Λάστ. Λεντεκ. Λεῦκτρ. Μεσσην.) Πόντ. (Τραπ.) γιˬορτιάζου Καππ. (Μισθ.) γιˬουρτιάζου βόρ. ἰδιώμ. γιˬορτιάζ-ζου Εὔβ. (Κονίστρ Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) γιˬορκιˬάζω Κύπρ. -Χ. Παλαίσ., Ἤπειρ. ἀγ., 13 γερτιˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἑορτάζω. Ὁ τύπ. γιˬορτιˬάζω καὶ εἰς Πεντάτευχ. (ἔκδ. Hesseling) Ἔξοδ. 12,14.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Ἄγω ἑορτήν, συνήθως ὀνομαστικην, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὴν, πανηγυρίζω κοιν.: Γιˬορτάζω σήμερα. Πο͜ιὸς γιˬορτάζει σπίτι σας; Οἱ Γιˬάννηδες γιˬορτάζουν δέκα φορὲς τὸ χρόνο. Ὁ κύριος τάδε οὔτε ἑορτάζει οὔτε δέχεται (μικρὰ ἀγγελία εἰς ἐφημερίδα ὑπὸ μὴ ἐπιθυμοῦντος ἐπισκέψεις κατὰ τὴν ἑορτὴν του). Χτὲς γιˬόρταζε ἡ ἐκκλησία μας. Αὐτὸς γιˬορτάζει κάθε μέρα (ἐπὶ ἀργοσχόλου) κοιν. Αὐτὸς γιˬορτάζει σήμερι (ἐπὶ ἔχοντος ἰδιόκτητον ναὸν εἰς τὸν ὁποῖον κάμνει λειτουργίαν καὶ πανήγυριν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς του) Χίος (Νένητ.) Ἀποστότες δὰ ἑορτάζουνε τῶν Εἰσοδίων Σίφν. Αὔριο γιˬορτιˬάζω, σᾶς περιμένω Πελοπν. (Καρδαμ.) Παλιˬακὰ πααίναμ’ οὕλοι μαζὶ μὶ τραγούδιˬα κὶ γκάιτα ’ς αὐτοὺν ποὺ γιˬόρταζι Μακεδ. (Ρητίν.) Ἡ Παναγιˬὰ ἡ Δέσποινα γιˬορτάζ-ζει ’ς τὲς ὀχτὼ τοῦ Σετέβρη Χίος (Ποταμ.) Ἡ Ἑδηγήτρια ἀορτάζει δέκα πέντε μέρες· εἶναι τὸ σαραντάμερο (ὁ ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Ὀδηγὴτριας ἑορτάζει μετὰ 15 ἡμέρας ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Τεσσαρακοστῆς) Κίμωλ. Μιθαύριˬου γιˬουρτάζ’ ἡ μάννα μ᾽ βόρ. ἰδιώμ. Ἐγὼ δὲ γιˬορτάζου, ἔχου λύπη (ἐπὶ πενθοῦντος διὰ θάνατον οἰκείου, προσφιλοῦς προσώπου) Πελοπν. (Μάν.) Τ’ς ἅγιˬα-Κυριˬακῆς εἴχαμ’ παγ’γύρ’ ἰδῶ, γιˬόρταζι ἡ ἐκκλησία Θεσσ. (Τρίκερ.) Χτὲς γιˬόρτασ’ οὑ Γιά’ς Ἤπ. (Ζαγόρ) Ὀρτάζει, ἔχει τ᾿ ὅνομάν της (ἄγει τὴν ὀνομαστικήν της ἑορτὴν) Σχιν. Ἐγὼ γιορτιˬάζ-ζου ᾿ς τὶς εἰκοσιμία τοῦ Μάη Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Νὰ ζῆτε, νὰ γιˬορτάζετε! (εὐχὴ) Χίος (Ἐγρηγόρ.) || ᾎσμ. Μὰ σήμ-μερα τ᾽ ἁγι-Ἀνdωνιˬοῦ γιˬορτάζ-ζει τὸ χωργιˬό μας, γλένdι, ποὺ δὲ γινόνdανε ἀλ-λοῦ σὰν τὸ δικόμ μας Χίος (Ποταμ.) β) Ἀπρόσ., γιˬορτάζει = ἔρχεται ἑορτὴ Καππ. (Μισθ.): Ἄιντι δωροφτᾶτ’ ἄς βάλουμ’ τὰ κλωχάρες ἀπέσ’, ἂς γήψουμ’ τὰ καντήλια, γιˬορτιάσε (Ἄιντε, μαζευτῆτε, ἄς βάλωμε τ’ ἀδράχτια μέσα, ἄς ἀνάψωμε τα καντήλια, ἦλθεν ἑορτὴ) 2) Τρώγω ἀρτυμένα φαγητὰ κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν πρὸ τῆς νηστείας Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ.): Ἀπόψ’ θὰ γιˬορτιάζωμε Κρώμν. Τραπ. Συνών. ἀποκρεύω 1, ἄπονηστάζω 1.3) Ἀπέχω ἀπὸ τὸ κρέας καὶ ἀπὸ ἀρτυμένα φαγητά, νηστεύω Πόντ. (Οἰν. Τραπ.): Πότε νὰ γιˬορτάζωμεν; (πότε θὰ νηστεύσωμεν, θὰ ἔχωμεν τεσσαρακοστήν) Οἰν. Β) Μετβ. 1) Τελῶ ἑορτὴν, πανηγυρίζω πρὸς τιμὴν ἁγίου ἢ προσώπου τινὸς ἢ γεγονότος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. κ.ἀ.) Πότε γιˬορτάζετε τὸ γιˬό σας; Πρέπει νὰ γιˬορτάσῃς τὴν ἐπιτυχία σου στὶς εἰσαγωγικὲς (ἐνν. ἐξετάσεις στὸ Πανεπιστήμιο) κοιν. Ἐφέτος δὲ θὰ γιˬορτάσουμε τὸ Τζώρτζη μας Κεφαλλ. Ἐγιˬορτάζανε τὴ γιˬορτὴ τοῦ μοναστηριˬοῦ τους Πελοπν. (Λάστ.) Τοὺν ἅι-Μόδιστου τοὺν γιˬουρτάζ’νι οἱ τσουπά’δις Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Τ’ ἅγιˬου Παντελεήμονα ἦρθαν οἱ Γιρμανοὶ νᾶ μᾶς κάψουν κὶ τ’ γιουρτάζουμ’ πουλὺ κὶ βγά’ λόγου ἡ παππᾶς Θεσσ. (Τρίκερ.) Ἦρθι ἡ Λαμπρὴ κ᾽ ἤθελαν νὰ γιˬορτάσουν τ᾽ν Ἀνάστασ’ τ’ Κ᾽στοῦ (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Ἅγιˬε Λευτέρη, ταὶ ’λευτέρωσέ την ταὶ νὰ σοῦ κάμῃ ἄρτους νὰ σὲ γιˬορτάζ-ζῃ Χίος (Πισπιλ.) Μὲ ᾿γειˬὰ νὰ γιˬορτάζιτι τὸ ὄνομά σας! (εὐχὴ πρὸς ἑορτάζοντας) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) Ἀπὸ καλὸ νὰ dόνε γιορτάζετε (ὁμοίως) Κεφαλλ. Ὅπο͜ιος μὲ πιστεύει καὶ γιˬορτάζει τὴ γιˬορτή μ’, θέρμη νὰ μὴν τόνε πιˬάνῃ! (λέγει ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου· ἐκ διηγ.) Θρᾴκ. (Φανάρ.) || Φρ. Τοὺ γιˬόρτασαν! (εὐωχήθησαν λαμπρῶς· ἐπὶ κλεπτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφαγον τὸ κλοπιμαῖον ζῷον ἢ ἐπὶ λύκων, οἱ ὁποῖοι ἔφαγον ἀπομονωμένα ζῷα) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τοὺ γιˬόρτασι γιˬὰ καλά! (ἐπὶ ἑορτάζοντος ὁ ὁποῖος παρέτεινε πέραν τοῦ δέοντος τὴν ἑορταστικὴν εὐωχίαν) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Τοὺ γιˬόρτασαν καλὰ τὰ πιδιˬὰ ἀπόψι! (διεσκέδασαν καλὰ) αὐτόθ. Συνών. φρ. τὸ γλέντησαν γιˬὰ καλά! || Γνωμ. Ἀποβραδὺς γιˬόρτασέ με | καὶ τὸ πουρνὸ δούλεψέ με (ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, λόγῳ ἑορτῆς, πρέπει να γίνεται κυρίως τὸ ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς) Θρᾴκ. (Αὐδήμ. κ.ἀ.) Ἀποβραδὺς γιˬόρτασέ με καὶ τὴν αὐγὴν κατέλυσέ με (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ (Ἰνέπ.) || ᾌσμ. Δώδεκ’ ἁγιˬοὺς ἑώρταζα, ὅσοι ’ν’ οἱ γιˬ-Ἀποστόλοι, νὰ βλέπου dὸ κορμάκι σου καματερὴ καὶ σκόλη Κρήτ. Πανηγυράκι γίνεται κάτου ’ς τὸν ἅγιˬο Πέτρο κι ὁ νιˬὸς ὁποὺ τὸ γιόρταζε κιˬ ὁ νιˬὸς ὁποὺ γιˬορτάζει σφάζει τὰ χίλιˬα πρόβατα, τὰ πεντακόσια γίδιˬα Πελοπν. (Δημητσάν.) Τσὶ σκόλες δὲ ᾿ορτάζομε, ἁγίους δὲ dιμοῦμε καὶ τ’ ἅγιό τους ὄνομα ὅλοι τὸ βλαστημοῦμε αὐτόθ. Πανηγυράκι γένονταν, μικρὸ πανηγυράκι κι ὁ νιˬὸς ν-ὅπου τὸ γιˬούρταζε κι ὁ νιˬὸς ποὺ τὸ γιˬουρτάζει στέκετ’ ὀρθὸς κὶ τοὺς κιρνάει κὶ τοὺς κιρνάει κἰ πίνουν (ἑνν. ὅτι ἑορτάζει τὴν μνήμην ἁγίου τινὸς) Ἤπ. (Μαργαρ) Καὶ παθ. τιμῶμαι ἑορταστικῶς λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Λῆμν. Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) Σίφν. κ.ἀ. Ἡ εἰκοστὴ ὀγδόη Ὀκτωβρίου ἐορτάζεται εἰς ἀνάμνησιν τοῦ νικηφόρου πολέμου κατὰ τοῦ φασισμοῦ. Κατ’ ἔτος ἑορτάζεται ἡ ἡρωικὴ ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου λόγ. κοιν. Αὐτὸς ὁ ἅγιος δὲν ἑορτάζεται ’ς τὰ μέρη μας κοιν. Δυˬὸ βολὲς ἑορτάζεται ὁ Χρυσόστομος Σίφν. || ᾏσμ. Ἀπόψι ᾽νι χιριτισμοὶ κἰ αὔριγιˬου τὰ Φῶτα κὶ γιˬουρταζόμαστι κὶ μεῖς μ᾽ οὕλα τῆς γῆς τὰ χόρτα Λῆμν. 2) Ὑπολογίζω, ἐκτιμῶ, σέβομαι κάποιον ἢ κάτι Εὔβ. (Ἄκρ. Κουρ κ.ἀ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Δημητσάν. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Αὐτὸς δὲ γιˬουρτάζει οὔτι Χριστὸ οὔτι Παναΐα οὔτι κανέναν Ἄκρ. Ἡ Λεν-νιˬὼ φορεῖ τὰ παλιˬά της, γιˬατὶ γιˬορτιάζ-ζει τὸ σαστικό της (...σέβεται τὸν μνηστῆρα της ἀπουσιάζοντα) Κουρ. Γιόρτασε τρία χρόνια τὸν ἄντρα της (τὴν μνήμην τοῦ ἀποθανόντος ἀνδρός της) αὐτόθ. Δὲν τοὺν γιˬουρτάζου Καταφύγ. Αὐτὸς δὲ γιˬορτάζει ἄνθρωπο Δημητσάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA