βαλανεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλανεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαλανεˬὰ ἡ, Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. βελανεˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαλάνι καὶ τῆς καταλ. –εˬά.
Σημασιολογία
1) Τὰ φυτὰ τοῦ γένους τῆς δρυὸς (quercus) τῆς τάξεως τῶν κυπελλοφόρων (cupellifarae) καὶ εἰδικώτερον τὰ φέροντα τὸν μικρὸν καρπὸν βαλάνι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. βαλανιδεˬά. 2)Εἶδος λευκῆς σταφυλῆς Ἀμοργ. 3) Τὸ φυτὸν ἀρωνία, ὃ ἰδ., ἀγν. τὀπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA