βαλανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαλανιˬάζω ἀμάρτ. βελανιˬάζω Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαλάνι.

Σημασιολογία

Σκληρύνομαι: ᾿Ηβελανιˬάσανε τὰ κουκκιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/