βαλανίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλανίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαλανίδα ἡ, Λεξ. Γαζ. (λ. ἀδήν, ἀντιάς, παρίσθμια) Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. βελανίδα Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Πελοπν. (Παππούλ. Τριφυλ. Χατζ.) κ.ἀ. βελανίτα Ἀπουλ. (Καλημ.) βιλανίδα Ἤπ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαλανίδι. Πβ. καὶ ἀρχ. βαλανὶς=τὸ ἐν τῇ ἰατρικῇ ὑπόθετον. Πβ. Πολυδ. 10,150.

Σημασιολογία

1) Μέγας καρπὸς δρυός, μεγάλη βάλανος Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. 2) Βελανιδεˬά, ὃ ἰδ., Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βελανίδα Κρήτ. (Σέλιν.) Βιλανίδα Μακεδ. Βαλανίες Σίφν. 3) Ἡ βάλανος τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου Στερελλ. (Αἰτωλ.) 4) Πληθ., ἀδένες καὶ ἰδίως οἱ βουβωνικοὶ Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Παππούλ. Τριφυλ. Χατζ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. καὶ οἱ τοῦ λαιμοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Γαζ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Συνών. βαλάνι 6. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/