βαλανιδεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλανιδεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαλανιδεˬὰ ἡ, βαλανιδέα Αἴγιν. κ.ἀ. βαλανιδεˬὰ σύνηθ. βαλανιδgεˬὰ Ρόδ. βαλανιδκεˬὰ Κύπρ. φαλανιδεˬὰ Ἰκαρ. φαλα’δε ˬὰ Σάμ. βαλαντεˬὰ Ἤπ. βελανιδέα Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. βελανιδεˬὰ σύνηθ. βελανιδὲ Δ. Κρήτ. βιλα'δεˬὰ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαλανίδι καὶ τῆς καταλ –εˬὰ.
Σημασιολογία
Ἡ βαλανεὰ καὶ εἰδικώτερον τὸ δένδρον δρῦς ἡ αἱγίλωψ (quercus aegilops) ἡ φέρουσα τὸ βαλανίδι χρήσιμον ὡς τροφὴν τῶν ζῴων καὶ εἰς τὴν βαφικὴν καὶ τὴν βυρσοδεψίαν, ἄλλως ἣμερη βαλανιδεˬὰ κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀγριοβαλανιδεˬὰν (ἰδ. λ.) ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἡ βελανιδεˬὰ δὲν κάνει τὰ νεράντζιˬα («ἄκανθα οὐ φέρει βότρυς») ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 94,27. Συνών. βαλανίδα 2, βαλανίδι 2, βάλανος, δέντρο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαλανιδεˬὰ Ἤπ. Βαλαν'δεˬὲς Ἤπ. Βελανιδεˬὰ Ἄνδρ. Ἀττικ. Πελοπν. (Ἀργολ. Ἀρκαδ. Γορτυν. Καλάμ. Λάκων. Μεσσ. Πυλ.) Βελανιδεˬὲς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν.) Βιλαν’δεˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA