ἀσκεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκεˬὰ ἡ, Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀσκὲ Δ.Κρήτ. –ΓΜαθιουδ. Λουλούδ. 13.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκὶ καὶ τῆς καταλ. -εˬά.
Σημασιολογία
Ποσότης ὅση χωρεῖ εἰς ἕνα ἀσκὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Μιˬὰ ἀσκεˬὰ κρασὶ-λᾴδι κττ. Κρήτ. Εἶν᾿ ἕνας bεκρῆς, Θέ μου φύλαε, μιˬὰν ἀσκὲ κρασὶ πίνει ᾿ς τὴ gαθέ dου! (εἰς τὴν καθισιά του) ΔΚρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA