γιˬορταστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορταστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬορταστὴς ὁ, ἑορταστὴς λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Κύθηρ. γιˬορταστὴς Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δημητσάν. Δίβρ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. ἑορταστής.

Σημασιολογία

Ὁ ἑορταστής, ὁ πανηγυριστής ἕνθ. ἀν.: ᾌσμ. Ἐκεῖ ποὺ πιˬάνει ὁ γιˬορταστής, τὰ ὄρνιˬα κριὰς χορταίνουν Δημητσάν. Κοντοκαρτέρα, γιˬορταστή, κάτι νὰ σὲ ρωτήσω αὐτόθ. Μιὰ μαdινάδα θενὰ πῶ ἀπάνω ’ς τὸ λεμόνι, νὰ ζήσῃ ὁ ἑορταστὴς κ᾽ ἡ συντροφιˬά μας ὅλη Κύθηρ. || Ποίημ. Καθὼς πᾶν μὲ τραγούδιˬα οἱ γιˬορταστᾶδες Ι. Ζερβός, Τραγούδια, 64, 8. β) ‘Επιθετ., ἑορταστικός, ὁ ἔχων ἑορταστικῆν ὄψιν, ἐμφάνισιν Ι. Ζερβὀς, Τραγούδια, 29, 13: Ποίημ. Νοικοκυρὰ παντοῦ ἡ ἐλιˬά, γιˬορταστὴς τ᾿ ἀμπέλι Συνών. γιˬορτάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/