γομάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γομάρι τό, σύνηθ. γομάριν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) γομάρ᾽ Εὔβ. (Λίμν.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Ἑλληνικ. Πρέβ. κ.ἀ.) Καππ. (Μισθ.) Κύπρ. Μακεδ. (Βογατσ.) Μύκ. Πόντ. (Ἴμερ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ. γοάριν Ἰκαρ. gομάρι Ἄνδρ. Πελοπν. (Κοπαν.) gομάρ᾽ Καππ. (Φλογ.) γουμάρι σύνηθ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.) γουμάριν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ. γουμάι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. κ.ἀ.) γουμάρ᾽ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Γούρτον. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. Τσακων. (Χαβουτσ.) γ᾽μάρ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιˬομάρι Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Ρόδ. Σπαρτερ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. δομάρι Νίσυρ. κομάρ᾽ Καππ. (Φλογ.) ᾽ομάρι Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) ᾽ουμάρι Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ οὐσ. γομάριον. Ὁ τύπ. γιˬομάρι παρετυμ. ἐκ τοῦ γεμίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γιˬομίζω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Βάρος τὸ ὁποῖον φέρει τις, φορτίον, συνήθως ζῴου, ὑποζυγίου ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπου, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ὡρισμένον καὶ ἐντεῦθεν λαμβανόμενον καὶ ὡς μονὰς ποσοτικὴ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Ἕνα γομάρι στάρι-λάδι-κρασὶ-ξύλα σύνηθ. Ἔνα γομάρι κλαδιˬὰ Σίφν. Ἀγόρασε ἕνα γομάρι νερὸ Σῦρ. Νὰ πᾶς νὰ κάμῃς ἕνα γομάρι ξύλα Α. Κρήτ. Τοῦ ᾽χω παραgελιˬὰ νὰ μοῦ φέρῃ ἕνα γομάρι ξύλα Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Τ᾽ ἀbέλι μου ἔβγαλε πέdε γομάριˬα σταφύλιˬα Κρήτ. (Μουστάκ.) Τὸ γομάρι μ᾽ πά᾽ ᾽ς τὸ μύλο Κύπρ. Τὸ τί εἶναι τὸ γομάρι σου; (ποῖον τὸ περιεχόμενον τοῦ φορτίου σου;) Προπ. (Κύζ.) Τέσσερα δεμάτια κάνουν τὸ γομάρι Κίμωλ. Ἔκαμε τριάντα γομάριˬα σταφύλιˬα Λέσβ. (Μυτιλήν.) Ἐπούλησεν ἕναγ γομάριξ-ξύλα Κύπρ. Ἐπῆρεν ἕνα γομάριν ξύλα-κάρβουνα-κολοκύθιˬα Πόντ. (Οἰν.) Ἔφερεν ᾽ς σὸ χωρίον δύο γομάρ ἅλας Πόντ. (Τραπ.) Ἀποθερίσαμε τσαὶ δέσαμε δώδεκα γομάριˬα σ᾽τάρι τσαὶ πενῆντα κριθάρι Σκῦρ. Τ᾽ ἀμπέλι μου ἔβγανε εἴκοσι γομάρια αὐτόθ. Ἔνα γομάρι ἐλιˬὲς (δύο σάκκοι ἐλαιῶν) Κρήτ. Ἕνα γομάρι ξύλα (ὅσα δύναταί τις νὰ φέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων) Σύμ. Ὅλη μέρα θερίζει, ἀλλὰ δὲ gόβει παραπάνω ἀπὸ ἕνα γουμάρι γέννημα Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἔνα γιˬομάρι κλαδιˬὰ ᾽ς τὸ κεφάλι Παξ. Ἐνέντζιε τέσσερα γουμάα κάβα (ἔφερε τέσσαρα φορτία ξύλων, ὅσα δηλαδὴ δύνανται νὰ μεταφέρουν μίαν φορὰν τέσσαρα ζῷα) Μέλαν. || Φρ. Χίλιˬα γομάριˬα! (νοεῖται σιτάρι, κρασί, λάδι κ.τ.ὅ.· εὐχὴ κατὰ τὸν ἁλωνισμὸν τῶν σιτηρῶν ἢ τὴν ἔκθλιψιν ἐλαιῶν ἢ σταφυλῶν) Σάμ. || Παροιμ. Γομάρι ποὺ δὲν δύνεσαι, μὴ θὲς νὰ τὸ σηκώσῃς (ἐπὶ τῶν ἀναλαμβανόντων ἔργα ἀνώτερα τῶν δυνάμεών των) Α. Κρήτ. - Λεξ. Πρω. ᾽Σ τὸ ᾽ομάρι βάνεις-βάνεις | καὶ ᾽ς τὴ στράτα πορδοκάνεις (μηδὲν ἄγαν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ βουνὸ δὲν ἐδούλιˬασε dὸ μεγάλο ᾽ομάρι (ἡ τακτικὴ καὶ συνεχὴς ἐργασία ἐπιφέρει καλὰ ἀποτελέσματα) αὐτόθ. || ᾌσμ. Φρεγάδα μου παλατιˬανὴ πού ᾽ρθες ἀπ᾽ τὲς Ἀθῆνες, πού ᾽ναι καὶ τὸ γομάρι σου ὅλο ἀιναλίδες (ἀιναλίδες = φλοριὰ) Νίσυρ. Τί βάραινες, καρδούλα μου, σὰν τὸ βαρὺ καράβι, ποὺ τὸ κυλάει ἡ θάλασσα καὶ ρίχνει τὸ γομάρι; Λεξ. Πρω. Δημητρ. Τί ἔχεις, κόρη μου, καὶ κλαῖς καὶ βαριˬαναστενάζεις, ποὺ ἐσὺ γομάρι δὲ βαστᾷς κιˬ ἀνήφορο δὲ βγάζεις; Πελοπν. (Νεάπ.) Τί ἔχεις, καρδιˬά μου, ποὺ γοgεῖς καὶ βαριˬαναστενάζεις, ποὺ σὺ γουμάρι δὲ βαστεῖς, σκάλα δὲν ἀνεβάζεις; (μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) Στέσε, γαbρέ, τὴ gεφαλή, κάμε τὸ νοῦ σου ἀγιˬάρι, γιˬατ᾽ ὁ ζυγὸς τῆς παdρειᾶς εἶναι βαρὺ γομάρι (κάμε τό νοῦ σου ἀγιˬάρι = διανοήσου) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Πορφυρογ., Περὶ Βασιλ. τάξ., 476.8 (ἔκδ. Βόννης) «καὶ οἱ σύντροφοι ἀκολουθοῦσιν αὐτούς καὶ διορθοῦνται τα γομάρια». Διὰ τὴν σημασίαν ὡς μονάδος ποσότητος, ἤδη Βυζαντ. καὶ ταύτης, βλ. Byzant. Zeitschr., 3 (1894), 297 «ξύλων γομάρια ιβ, δᾴδων γομάριον α». β) Ποσότης στάχεων, ξύλων ἢ φρυγάνων, ἥτις περιδένεται εἰς δέμα καὶ δύναται νὰ μεταφερθῇ ἐπὶ τῆς ράχεως ἀνθρώπου ἢ ζῴου Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Ρόδ. Σπαρτερ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Τσικαλαρ.) Παξ. Πελοπν. (Ξεχώρ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. Σίφν. Τῆλ. Τῆν.: Τρία γομάρια ᾽πίσυχνα (= θαμνώδεις κλάδοι κατάλληλοι διὰ προσάναμμα, φρύγανα) Κάρπ. Ἕνα γουμάρι gλαδιˬὰ Σύμ. Ἤκαμα ἕνα γουμάρ᾽ φρύγανα Τὴν. Κάθε βράδυ ὅλες οἱ γυναῖτσες κουβαλοῦνε ἀπὸ ἕνα γουμάρι ξύλα Ξεχώρ. Πῆγα κ᾽ ἰγὼ κ᾽ ἔκανα γ-ἕνα γουμάρ᾽ πιινάργιˬα κὶ μ᾽ πόνισ᾽ ἡ μέση μ᾽ Σαμοθρ. Ἐπῆα σήμερο κ᾽ ἤκαμα ᾽να γομάρι ἀgαραθιˬὲς ν᾽ ἅφτωμε τὴ φωθιˬὰ (ἀgαραθιˬὲς = ἄγριοι ἐλελίσφακοι) Ἅγιος Γεώργ. Ἕνα καὸ ᾽ομάρι ἐδιˬάηκα σήμερα κ᾽ ἤφερα Ἀπύρανθ. Πᾶνε νὰ φέρουν ἕνα γιˬομάρι μυρτιˬὲς Παξ. Ἐκόψανε τέσσερα γιˬομάριˬα σκινάριˬα αὐτόθ. Συνών. ἀγκαλιˬά, δεμάτι, δεματαριˬά, ζαλιˬά. 2) Ἄχθος, βάρος γενικῶς ὑλικὸν ἢ ἠθικὸν, φόρτωμα, εύθύνη πολλαχ. καὶ Καππ. (Φλογ.) Πόντ.: Γομάριν κεῖται ἀπάνου μ᾽ Πόντ. Γροικῶ ᾽ς τὴ bούκα τσῆ καρδιˬᾶς μου ἕνα γομάρι (= αἰσθάνομαι εἰς τὸν στόμαχόν μου βάρος) Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Ἔχει μεγάλο γομάρι (ἐπὶ ἐγκύου) Κύθν. Ξένο γομάρι βαστᾷ (ὁμοίως ἐπὶ ἐγκύου) Α. Κρήτ. Αὐτὴ ἡ δουλε͜ιὰ εἴναι ἐπάνω μου ἕνα μεγάλο γομάρι (ἡ ὑπόθεσις αὔτη μοῦ εἶναι βάρος ὀχληρὸν) Κρήτ. Δὲ μ᾽ ἐφτάνασι τὰ κακά μου, ἦρθες καὶ σὺ bελᾶς μου καὶ γουμάρι μου Πελοπν. (Μάν.) Γομάρι εἶναι ἡ ξένη ἔγνο͜ια Α. Κρήτ. Βαρὺ γομάρι ᾽ναι τὰ πολλὰ κοπέλιˬα (= τέκνα) Κρήτ. (Νεάπ.) Μεάλο γουμάρι μοῦ ᾽φηκεν ἡ δεῖνα ᾽ὰ βλέπω τὸ σπίτι dης (᾽ὰ βλέπω = νἀ ἐπιβλέπω) Σύμ. Ἔπεσες ᾽ς τὸ τσεφάλι μου γομάρι (μοῦ ἔγινες λίαν ὀχληρός, φόρτωμα) Πελοπν. (Καρδαμ.) Μοῦ γίνηκες γουμάρι (ὁμοίως) Ἰων. (Μπουρνόβ.) Δὲν ὑποφέρει πιˬὰ τὸ γέρο, γιατὶ ἐκατάντησεν ἀσήκωτον γομάρι Κάρπ. Ἦτον ἄψητος ᾽ς τὸ γομάρι (ἀσυνήθιστος εἰς τὸ νὰ φέρῃ βάρη) Σέριφ. || Φρ. Κούλτωσεν ἀς σὸ κομάρ᾽ (ἐγλύτωσε ἀπὸ τὸ φορτίον, δηλ. τὴν ἐγκυμοσύνην) Καππ. (Φλογ.) Γομάριˬα εἶν᾽ τ᾽ ἀφτιˬά μου (βοΐζουν, δὲν ἀκούω) Μύκ. || Παροιμ. Ὅπου πάει τὸ γομάρι οὕλ-λοι ᾽πογυρίζου το (οὐδεὶς ἐπιθυμεῖ νἀ ἐπιφορτίζεται μἐ ξένας εὐθύνας) Κύπρ. || Γνωμ. Βαρὺ γομάρι ᾽ν᾽ ἡ καπετανιˬὰ Κρήτ. (Νεάπ.) || ᾌσμ. Ἡ γιˬ-ἀγαπῶ μοῦ μήνυσε ἕνα βαρὺ γομάρι Κρήτ. (Βάμ.) Ἄχ, ὁ παdέρμος ὁ σεβdᾶς βαρὺ γομάρι πού ᾽ναι, καὶ ποὺ bορεῖ νὰ dαγιˬαdᾷ, τί παλληκάρι πού ᾽ναι! (dαγιˬαdᾷ = ἀντέχῃ) Κρήτ. (Νεάπ.) Ἄλλοι γιˬατρεύγει ὁ ἔρωτας, ἄλλοι πιˬάνει τὸ δίχτυ καὶ σ᾽ άλλα μερικὰ παιδιˬὰ πολὺ γομάρι ρίχτει Ἰων. (Κρήν.) Πβ. φόρτωμα. β) Ἠ κατ᾽ ἐξοχὴν βαρεῖα ἐργασία Πελοπν. (Ἄστρ. κ.ἀ.) Σίφν.: Πᾶμε ᾽ς τὸ γομάρι νὰ βοηθήσωμε Σίφν. 3) Σύνολον πολλῶν προσώπων ἢ συσσωρευμένων πραγμάτων Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Πελοπν. (Μάν.): Ἕνα ᾽ομάρι ἐίνετε ᾽τοῦ χάμαι. Μωρ᾽, ἀλλαργάρετε μιˬὰ ὀλιˬὰ (μιˬὰ ὀλιˬὰ = ὀλίγον) Ἀπύρανθ. Ἕνα γιˬομάρι κόκκαλα (ἐπὶ λιποσάρκου) Παξ. || ᾎσμ. Μόνο ὁ γιˬός μου εἶν᾽ ἐδῶ πού ᾽ναι καὶ παλληκάρι· ἂν τὸν χρε͜ιαστῆτε, ἔρχεται, κιˬ ἂς πᾶμε ὅλοι γομάρι Πελοπν. (Μάν.) Συνών. μπουλούκι, σωρός. 4) Μέγας κόφινος Βιθυν. (Κατιρ.) 5) Εἴδη παιδιῶν, ἤτοι: α) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς ὥραν γεύματος, κρατῶν τις καὶ προτείνων κοχλιάριον φαγητοῦ, λέγει τὴν φράσιν «τὸ γομάριν πά᾽ς τὸ μύλον, ποιός ἕν᾽ τὸ πάρῃ; ἂς τὸ πάρῃ ὁ δεῖνας» καὶ ἐκλέγει ἕνα τῶν συνδαιτημόνων. «Γιˬατί νὰ τὸ πάρῃ ὁ δεῖνας;» ἀπαντᾷ οὗτος, «ἂς τὸ πάρῃ ὁ δεῖνας» καὶ ἐφεξῆς άλλον. Ἡ παιδιὰ συνεχίζεται μέχρις ὅτου ὁ προταθείς, μὴ προλαβὼν ν᾽ ἀποκριθῇ, ὑποχρεοῦται νὰ φάγῃ τὸ περιεχόμενον τοῦ κοχλιαρίου Κύπρ. β) Παιδιά, κατὰ ζεύγη παικτῶν παιζομένη, κατά τὴν ὁποίαν ὁ εἷς τῶν παικτῶν τοῦ ζεύγους, κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας βαρύ τι ἀντικείμενον, σιδηροῦν ἢ ἄλλο, λέγει, ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν συμπαίκτην του: Σύντροφε, τὸ ᾽ομάρι μας εἶναι βαρύ· τί νὰ τὸ κάνωμε; - Νὰ τὸ δώσωμε τοῦ... λέγει οὗτος, ὀνομάζων μέλος ἑτέρου ζεύγους. Ὁ παίκτης, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀναφέρεται, ἐρωτᾷ: Γιˬατί τοῦ (ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ προταθέντος). Ἀμὲ τίνος; ἐρωτᾷ ὁ πρῶτος, καὶ τότε ὁ σύντροφος τοῦ πρώτου προτείνει ἕτερον παίκτην. Ἂς τὸ ᾽ώκωμε τοῦ... Ἡ παιδιὰ συνεχίζεται μέχρις ὅτου εἷς σύντροφος βραδύνῃ ν᾽ ἀπαντήσῃ, ὁπότε ὑποχρεοῦται νὰ λάβῃ οὗτος το βάρος Κάρπ. Πβ. κολοκυθιˬά. γ) Ὑπὸ την ὀνομασίαν «Τὸ ξύλο τὸ ᾽ομάρι», παιδιὰ ἀνδρῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ ἑνὸς παίκτου πεσόντος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ὠθοῦσιν οἱ λοιποὶ ἕτεροι φωνάζοντες συγχρόνως: «ξύο θέλει τὸ ᾽ομάρι» Νάξ. (Ἀπύρανθ.) δ) Ὑπὸ τὸν τύπ. τἀ γομάριˬα ἡ παιδιὰ γαιˬδουροκαβάλλα, τὸ ὁπ. βλ. Πελοπν. (Κοπαν.) Β) Συνεκδ. 1) Ὄνος σύνηθ.: Ἀγόρασε - πούλησε - τοῦ ψόφησε τὸ γομάρι σύνηθ. Τὸ γομάρι πὄστειλε δὲν τρώγει τὴν ταγὴ Ἤπ. Ἀρίχιτι τοὺ γουμάρ᾽ ᾽ς τὴ φουράδα (ἀρίχιτι = ρίχνεται, ἐπιβαίνει) Μακεδ. Πάρ᾽ τὸ γ᾽μάρ᾽ νὰ τὸ δέσῃς ἴσιˬα κάτω Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἅμα πέσ᾽ς ᾽ποὺ γ᾽μάρ᾽, σκουτώισι Θεσσ. (Πολυνέρ.) Σαμάρουσι τοὺγουμάρι νὰ πᾶμι γιˬὰ ξύλα Μακεδ. (Καστορ.) Τὰ γ᾽μάριˬα ἔχ᾽νε καλὴ περβατ᾽σιˬὰ Στερελλ. (Ἀράχ.) Μιˬὰ φορὰ ἕνας λύκος καὶ μιˬὰ ἀλεποῦ γέλασαν ἕνα γομάρι, γιˬὰ νὰ τὸ φᾶν, καὶ τὸ πῆραν γιˬὰ σύντροφό τους (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. Βλέπαι τὸ τομάρ᾽ κιˬ ἄλλος ἔλεε ὅτι εἶναι ἀπὸ τραΐ, ἄλλος ἀπὸ κριάρ᾽ κιˬ ἄλλος ἀπὸ γομάρ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Εὔβ. (Λίμν.) Μέσα ᾽ς τὰ πρόβατα εἶχι κὶ μιˬὰ προυβατῖνα μιγά᾽ σὰν τοὺ γουμάρ᾽ (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) || Φρ. Ἔδεσε τὸ γομάρι του (ἐπὶ τοῦ ἀπηλλαγμένου φροντίδων ὡς διευθετἡσαντος τὰς ὑποθέσεις του) Ἤπ. κ.ἀ. Ἔδεσεν τὸ γουμάριν ἀτ᾽ (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Νικόπ.) Συνών. φρ. Ἔδεσε τὸ γάιδαρό του. Βρὲ γομάρι! (ὕβρις) πολλαχ. Συνών. φρ. Βρὲ γαιˬδούρι! Ποὺ νὰ σὲ φάῃ τὸ γομάρι (ἀρὰ) Ἤπ. (Μαργαρ.) Κοιμᾶται σὰν γομάρι (ἐπὶ ἀναισθήτου) πολλαχ. Συνών. φρ. Κοιμᾶται σὰ γουρούνι. Γκαρίζ᾽ σὰ γομάρ᾽ (ἐπὶ φωνασκοῦντος) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Συνών. φρ. Γκαρίζει σὰν γάιδαρος. Κυλιˬέται σὰ γομάρι (ἐπὶ ἀναισθήτου) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. φρ. Κυλιˬέται σὰ γουρούνι. Σὰ γομάρι κάθεται, οὔτε συλλογε͜ιέται (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Εἶναι ἕνα γομάρι (ὕβρις· περὶ ἀναισθήτου ἢ ἀναιδοῦς) πολλαχ. Συνών. φρ. Εἶναι ἕνα γαιˬδούρι. Εἶναι ἕνα γουμάρ᾽ κὶ μ᾽σὸ (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Γουμάρι τῆς Παναγιˬᾶς (περὶ ἀφελοῦς) Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν. κ.ἀ.) Γουμάρ᾽ Καζακλαριˬώτ᾽κου (περὶ ἀναιδοῦς) Μακεδ. (Βέρ.) Νὰ γκαρίζῃς σὰ γομάρι (ἀρὰ) Ἤπ. Σὰν τὰ γουμάριˬα τ᾽ς Ζίτσας (ἐπὶ ἀφθονίας, ἀχρήστων ἰδιαιτέρως, πραγμάτων) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σὰν τὰ γουμάριˬα ᾽π᾽ τ᾽ν Ἀντρουμίτσα (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. Σὰν τοῦ γομαριˬοῦ ἡ ἀρέντα (= τρέξιμον· ἐπὶ ψευδοδυνάμων) Ἤπ. (Παραμυθ.) || Παροιμ. φρ.: Τοῦ πρέπει σὰν τ᾽ γουμαριˬοῦ ἡ σέλλα (εἴρων. ἐπὶ ἀναρμόστου) Ἤπ. Καὶ παντρεμένος γάιδαρος, κιˬ ἀνύπαντρος γομάρι (ὅτι ὁ ἔγγαμος καὶ ὁ ἄγαμος φέρουν ἐξ ἴσου μεγάλα οἰκονομικὰ καὶ ἠθικὰ βάρη) Στερελλ. (Δωρ. Ναύπακτ.) Τοὺ γουμάρ᾽ σἠκουσ᾽ του ᾽ν οὐρὰ κὶ φτύσ᾽ του (ἐπὶ τῶν οὐδόλως αἰσχυνομένων) Μακεδ. (Βλάστ.) Τέτο͜ιουν ἄντρουπου, τέτο͜ιου γουμάρ᾽ (ἕκαστος κατά τὴν ἀξίαν του) αὐτόθ. || Παροιμ. Δύου γουμάριˬα μάλουναν σὶ ξένη ἀχυρῶνα (ἐπὶ τῶν ἐριζόντων διὰ τὰ ἀλλότρια) Μακεδ. (Γαλατ. Ἐράτυρ κ.ἀ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τοὺ μισιˬακὸ γουμάρ᾽ οὑ λύκους τοὺ τρώει (τὸ ἀνῆκον εἰς δύο ἢ πλείονας κτήτορας παραμελεῖται καὶ ἀπόλλυται) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Ἐράτυρ. κ.ἀ.) Τ᾽ ἀνταμ ᾽κὸ τοὺ γουμάρ᾽ τοὺ τρώει οὑ λύκους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. Βαροῦνε τὸ σαμάρι, | ν᾽ ἀκούσῃ τὸ γομάρι (ἐπὶ ἐμμέσου ἐπιτιμήσεως) πολλαχ. Φταίει τὸ γομάρι, | καὶ δέρνουν τὸ σαμάρι (ἐπὶ ἀδίκου τιμωρίας ἄλλου ἀντὶ τοῦ πταίσαντος) πολλαχ. Δὲν ἔχει νὰ κάμῃ τοῦ γομαριˬοῦ καὶ χτυπᾷ τὸ σαμάρι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. Χαρισμένου γουμάρ᾽ ᾽ς τὰ δόντιˬα δὲν τοῦ κοιτοῦν (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζῃ τις λεπτολογῶν τὰ δωρούμενα) Μακεδ. Καπ͜οιανοῦ τ᾽ χάριζαν ἕνα γ᾽μάρ᾽ κι αὐτὸς τοὺ κοίταϊ ᾽ς τὰ δόντια (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Συνών. παροιμ. Κάτινους χαρίζανε ᾽να γάιδαρο καὶ τὸν τήραγε ᾽ς τὰ δόντιˬα. Κλοτσε͜ιοῦνται τ᾽ ἄλογα, ἀλλο͜ιὰ ἀπ᾽ τὰ γομάριˬα (ὅτι ἀπὸ τὰς ἔριδας τῶν ἰσχυρῶν ζημιοῦνται οἱ μικροὶ) Ἤπ. Κλουτσιˬοῦντι τὰ γουμάριˬα, ἀιλλοὶ ᾽ς τὰ σαμάριˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Συνών. παροιμ. Κλοτσιˬῶνται τὰ μουλάριˬα ἀλλοὶ ᾽πὸ τὰ γαιˬδούριˬα. Τί τὸ θέλουν τοὺ γουμάρ᾽ ᾽ς τὴ χαρά; Ἢ γιˬὰ ξύλα ἢ γιˬὰ νιˬρὸ (ὅτι ὁ ταπεινὸς καὶ εὐτελὴς, καὶ εἰς εὐχάριστον διὰ τοὺς ἄλλους περίπτωσιν, ὀχληρὰ ἔργα ἀναλαμβάνει) Μακεδ. (Νάουσ.) Πιˬέ, γομάρι, ἁγίασμα | γιˬὰ τοῦ ᾽γούμενου τὴ χάρη (ἐπὶ τῶν παρ᾽ ἀξίαν πολλὰ τυγχανόντων χάρις εἰς ἰσχυροὺς προστάτας) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 256.134. Δίνει ἄχερα τοῦ σκύλλου, κόκκαλα τοῦ γομαριˬοῦ (ἐπὶ ἀναρμόστου καὶ ἀλυσιτελοῦς προσφορᾶς) Ἤπ. κ.ἀ. Ὁ νοικοκύρης σ᾽κών᾽ τὸ γομάρ᾽ ἀπὸ τὴ λάσπη (αἱ ὑποθέσεις τακτοποιοῦνται καλύτερον, ὅταν ἐπιστατῶμεν καὶ παρακολουθῶμεν αὐτὰς αὐτοπροσώπως) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τραύα τ᾽ ἄλογό σου, μὴ σὲ πατήσῃ τὸ γομάρι μου (ἐπὶ τῶν ταυτιζόντων ἑαυτοὺς μετὰ τῶν ἰσχυρῶν) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 325.591. Δὲν εἶν᾽ ποὺ ὶ τρώει ἡ λύκους τοὺ γουμάρ᾽, ἀλλὰ τί τζιβάπ᾽ νὰ δώσουμι ᾽ς τοὺ gόσμου (τζιβάπι = ἀπάντησιν· ἐπὶ τῶν κατηγορουμένων ὑπὸ τῶν ἄλλων διὰ τὰς ἀτυχίας των) Μακεδ. (Βροντ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τράνιψιν τοὺ γουμάρ᾽ | κὶ μίκρινιν τοὺ σαμάρ᾽ (ἐπὶ παίδων οἱ ὁποῖοι ἀναπτυσσόμενοι σωματικῶς χρειάζονται μεγαλύτερα πλέον ἐνδύματα) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἤτανι στραβὸ τοὺ κλῆμα, | τό ᾽φαγιν κὶ τοὺ γουμάρ᾽ (ἐπὶ διαδοχικῶν ἀτυχιῶν) Μακεδ. (Γήλοφ. Ἐράτυρ. κ.ἀ.) Τέτο͜ιου γουμάρ᾽, τέτο͜ιου σαμάρ᾽ (ἀνάλογος πρὸς τὸ ἄτομον καὶ ἡ ἀπονεμομένη τιμὴ) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Τοὺν ἔ᾽ γουμάρ᾽ κιˬ ἄλουγου (τὸν ἀπασχολεῖ διαρκῶς μὲ ἐπιπόνους ἐργασίας) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Πιτάει τοὺ γουμάρ᾽; - Πιτάει (ἐπὶ καλοπίστων ἢ ἐπὶ τῆς ἀνάγκης ἐπιδείξεως ὑποχωρητικότητος) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Ν᾽ ἄκουι ού Θιˬὸς τὰ κουράκιˬα, θὰ ψόφαγαν οὕλα τὰ γ᾽μάριˬα (ἐπὶ ἀθεμίτου ἐπιθυμίας) Στερελλ. (Ὑπάτ. Φθιῶτ.) Ἂν ἄκουγιν οὑ Θιˬὸς τ᾽ς καραμοῦζις, ὅλα τὰ γουμάριˬα θὰ ψουφοῦσαν (καραμοῦζις = κορώνας· ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Τοὺ καλὸ τοὺ γουμάρ᾽ φαίιτι κὶ κάτ᾽ ἀπ᾽ τοὺ παλιουσάμαρου Θεσσ. (Συκαμν.). Ἡ παροιμ. εἰς παραλλ. πολλαχαγ. Μὴ τζινᾷς τοὺ γουμάρ᾽, νὰ μὴν ἀκούσ᾽ς πουρδὲς (δὲν πρέπει νὰ ἐπιλαμβάνεταί τις ἀνοήτων διὰ νὰ μὴ ἀκούῃ ὕβρεις) Ἤπ. Ὅταν ἀνιβῇ τοὺ γουμάρ᾽ ᾽ς τὴν καρυˬὰ (ἐπὶ ἀδυνάτων πραγμάτων) Μακεδ. Συνών. φρ. Ὅταν θ᾽ ἀνεβῇ ὅ γάιδαρος ᾽ς τὰ κεραμίδιˬα. Σὰν θὰ βγάλῃ ὁ γάιδαρος κέρατα. Δὲν κουτσαί᾽ τοὺ γουμάρ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ἀφτὶ (ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ζημιουμένων) Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλ. πολλαχ. Τοὺν ἔβαλαν ᾽ς τοὺ γουμάρ᾽ ἀνάπουδα (τὸν ἐξευτέλισαν· ἡ παροιμ. ἀπηχεῖ παλαιότερον τρόπον τιμωρίας ἀτόμων ὑποπεσόντων εἰς μεγάλα παραπτώματα) Μακεδ. Συνών. φρ. Τόνε βάλανε᾽ ς τὸ γαιˬδούρι Ξέρ᾽ τοὺ γουμάρ᾽ νὰ φάῃ μακιδουνήσ᾽; (διὰ τοὺς μὴ ἐκτιμῶντας κατ᾽ ἀξίαν πρόσωπα καὶ πράγματα) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Δουλεύουν τ᾽ ἄλουγα κὶ τρῶν τὰ γουμάριˬα (ἐπὶ τῶν καρπουμένων τοὺς μόχθους τῶν ἄλλων) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Μὴ κά᾽ς χάρ᾽ τ᾽ γουμαριˬοῦ, γιˬατὶ χά᾽ς τ᾽ ἄχερά σου (ἐπὶ τῶν ἀγνωμόνων καὶ ἀχαρίστων) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ὥσπου νὰ μάθ᾽ οὑ Χότζας τοὺ γουμάρ᾽ νὰ μὴ dρώῃ, ψόφ᾽σι (ἐπὶ τῶν ἀσκούντων αὐστηροτάτην λιτότητα) Εὔβ. (Λιχάς). Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Δέν εῖνι ἄξιˬους νὰ μοιράσ᾽ σὶ δυˬὸ γουμάριˬα ἄχιρου (ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος ἀμβλὺν τὸν νοῦν) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Συνών. παροιμ. Δὲν ξέρει νὰ μοιράσῃ δυὸ γαιˬδουριῶν ἄχερο. ᾽Σ τοὺ γουμάρ᾽ καβάλλα κὶ τοὺ γουμάρ᾽ γύριβι (ἐπὶ ἀδαῶν καὶ ἀφῃρημένων) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Ἔτσ᾽ εῖι οὑ κόσμους, μιˬά τ᾽ κὶ μιˬά σ᾽. Μὶ τ᾽ν ἀράδα ξυˬοῦντι τὰ γουμάριˬα Μακεδ. (Βελβ.) Ἀντὶ νὰ βουγγήξ᾽ τοὺ γουμάρ᾽, βουγγάει τοὺ σαμάρ᾽ (ἐπὶ τῶν ἀναιτίως διαμαρτυρομένων) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Εἶπιν τοὺ γουμάρ᾽ τοὺν πέτ᾽νου κιφάλα (ἐπὶ τῶν κατηγορούντων ἀλλους διὰ τὰ ἐλαττώματά των, ἐνῷ οἱ ἴδιοι έχουν μεγαλύτερα) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Συνών. παροιμ. Εἶπ᾽ ὁ γάιδαρος τὸν πετεινὸ κεφάλα. Ὅταν τοὺ τσιμπήσ᾽ μῦγα τοὺ γουμάρ᾽, τοὺ πιρνάει τοὺ μπ᾽λάρ᾽ (ἡ ἀνάγκη καθιστᾷ καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ἰσχυροὺς) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἡ παροιμ. είς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Ὅπο͜ιους ἔ᾽ δυὸ ἀγαπητικιˬὲς ἔ᾽ μιˬὰ χαρὰ μιγά᾽, ὅταν μανίζῃ μὲ τὴ μιˬά, γυρίζει μἰ τὴν ἀ᾽ κιˬ ὅταν μανίζῃ μὶ τὶς δυˬό, γυρίζει σὰ γουμάρ᾽ Μακεδ. (Σέρρ.) Ἀγκαρίζ᾽ τοὺ γουμάρ᾽, | θέ᾽ πίτυρα κὶ κ᾽θάρ᾽ κὶ τοὺ παρδαλὸ σαμάρ᾽ Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) Ὄρσι, ἀφέντη μου, πατσιˬὰ | π᾽ τοὺ γουμάρι τοῦ παππᾶ Μακεδ. (Δεσκάτ.) Συνών. βασταγὸ 1, βασταγὸς 1, βασταγούρι, γάιδαρος 1, γαιˬδούρι 1, γκαζέλι 2, γκάζος 1, ζωντανό, ζωντόβολο, κήλωνας, κρίτσικας, ντρέκι, ὀνικό, σαντραβέλι, φορτίκι, χτηματερό, χοντρικό, χτηνόν. 2) Μετων., ἄνθρωπος ἀγενής, ἀγροῖκος, βάναυσος σύνηθ. Εἶδις ἰκεῖ τοὺ γουμάρ᾽ τ᾽ κιρατᾶ πῶς φέρθηκι᾽ς τοὺν πατέρα τ᾽; Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἀ ρὰ γουμάρ᾽, δὲν ἀντρέπισι ποὺ πῆγις ἀδιˬάβαστους ᾽ς τοὺ σκουλε͜ιό; Μακεδ. (Δεσκάτ.) Γουμάρ᾽ ξισαμάρουτου εἶσι ντὶπ γιˬὰ ντὶπΜακεδ. (Βέρ. Κοζ.) Εἶνι γουμάρ᾽, γιˬατὶ δὲ γνουρίζ᾽ τ᾽ χα᾽ρ᾽ π᾽ τού ᾽καμα Τῆν. Καηˬμέι, εἶσι ντὶπ γ᾽μάρ᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ.) β) Βραδύνους, βλὰξ. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κεφαλλ.: Ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ἢ γουμάρι; Μαχαιρᾶδ. γ) Πληκτικός, βαρετός, ἄχρηστος Λέσβ. Πελοπν. (Ξεχώρ. κ.ἀ.): Ρὲ γουμάρι, περπάτα γλήγορα! Ξεχώρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA