γιˬορτερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬορτερὸς ἐπίθ. πολλαχ. γιˬορτιρὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Λῆμν. (Πλάκ.) Προπ. (Μηχαν.) γιˬουρτερὸς Μακεδ. (Καταφύγ) γιˬουρτιρὸς Θεσσ. (Πήλ) Μακεδ. (Ἀρέθουσ. Ἀρν. Σέρρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

Ἑορταστικός, ἑορτάσιμος πολλαχ.: Γιˬορτερὰ ροῦχα Θήρ. Γιˬορτερὴ μέρα σήμερα καὶ ἔχετε φασούλιˬα; Ὁ Θεγὸς νὰ σᾶς ἐλεήσῃ! Θρᾴκ. (Μέτρ.) Γιˬορτερὰ τραγούδια, ποὺ τραγουδε͜ιοῦdαι ᾽ς τὶς γιˬορτὲς Κρήτ. Τὰ γιˬορτερά τὰ ροῦχα τὰ φορούσασι ’ς τὶς μεγάλες μέρες, τὶς γιˬορτερὲς Βιθυν. (Κίος). Ἔχω δυˬὸ κορδέλις, μιὰ καθημερ’νὴ κὶ μιˬὰ γιˬορτιρὴ Προπ. (Μηχαν.) || Παροιμ. φρ. Οὑ τιμπέ’ς γιˬουρτιρὴ τὴν ἔ’ τὴ δουλε͜ιὰ (οἱ ὀκνηροὶ σπανίως ἐργάζονται) Μακεδ. (Σέρρ.) β) Οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., γιˬορτερά = τὰ κατὰ τὰς ἑορτὰς φερόμενα ἐνδύματα πολλαχ.: Φόρε͜ιε τὰ γιˬορτερά της Εὔβ. (Βρύσ.) Γιˬάντα φορεῖς πάλι τὰ γιˬορτερά σου; Εὔβ. (Κουρ.) Γ-οὗλος ὁ κόσμος βάζ’νε τά γιˬορτερά τ᾿ς καὶ χαίρ’dαι Θρᾴκ. (Μέτρ.) || Ποίημ. Φοροῦν τὰ δέντρα γιˬορτερά, μοσχᾶτα τὰ λουλούδιˬα Γ. Βιζυην., Ἀτθίδ. Αὖραι2, 9,9. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬορτάσιμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/