ἄσκεπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσκεπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσκεπος ἐπίθ. Κρήτ. –ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 67. –Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄσκεπος.

Σημασιολογία

1) Ἀσκέπαστος Α1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἄσκεπο ἀχούρι Λεξ. Δημητρ. Μὲ τὴν παλάμη κατάστηθα, μ’ ἄσκεπο κεφάλι, χαιρέτισαν τὸν καπετάνο... τὰ παλληκάριˬα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταφ. εἰλικρινής, ἀνοικτόκαρδος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/