γομαριˬάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαριˬάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γομαριˬάρικος ἐπίθ. Ἰκαρ. Σέριφ. κ.ἀ. - Λεξ. Βάιγ. Π. Γενναδ., Γεωργ. γλωσσ., 1 γουμαριˬάρ᾽κους Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γομαριˬάρικο, οὐδ. τοῦ ἐπιθ. γομαριˬάρης. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τοῦ ὑποζυγίου, ἰσχυρόν, δυνάμενον νὰ φέρῃ φορτίον, βάρος καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μέγα, γενικῶς δὲ ἐπὶ παντὸς μεταφορικοῦ μέσου ἔνθ᾽ ἀν.: Γουμαριˬάρ᾽κου μ᾽λάρ᾽ Σάμ. Ἀγόρασα ἕνα μ᾽λάρ᾽ γουμαριˬάρ᾽κου νὰ κάνουμι τ᾽ς δ᾽λε͜͜ιές μας Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἄλογο γομαριˬάρικο Π. Γενναδ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀμοιβὴ διὰ τὴν μεταφορὰν φορτίου Λεξ. Βάιγ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA