ἀσκεψιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκεψιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσκεψιˬὰ ἡ, ἐνιαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν οὐσ. ἀσκεψία.

Σημασιολογία

1) Ἔλλειψις σκέψεως, ἀπερισκεψία. 2) Πράξις ἀπερίσκεπτος, ἐνέργεια ἀστόχαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/