γομαρικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γομαρικὸς ἐπίθ. Κρήτ. (Ἀβδοῦ Ἅγιος Γεώργ. Ἀρχάν. Μονοφάτσ. Νεάπ. κ.ἀ.) - Λεξ. Μπριγκ. Οὐδ. γουμαρ᾽κὸ Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Κολάκ. Μύτικ. Σιβίστ.) γομάρικος Λεξ. Βλαστ. 335.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἱκανός, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ φορτίον Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γομαρικὸ ζῶο Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ εἰς Βλάχ. 2) Τὸ οὐδ, ὡς οὐσ., τὸ ἐπὶ τοῦ ὑποζυγίου φορτίον Κρήτ. (Ἀβδοῦ Ἅγιος Γεώργ. Ἀρχάν. Μονοφάτσ. Νεάπ. κ.ἀ.) Πολλὰ λίγο εἶναι τὸ γομαρικό σου Ἀρχάν. Βαρὺ-ἀλαφρὸ γομαρικὸ Κρήτ. β) Ὁ ὄνος Μακεδ. (Βόιον κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Κολάκ. Μύτικ. Σιβίστ.): Βρὲ κέρατου, γουμαρ᾽κὸ τοῦ κιρατᾶ! (ὕβρις) Βόιον 3) Μετων., χονδροκαμωμένος καὶ ἀναίσθητος ἄνθρωπος Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Πράμαντ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA