γομαρινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαρινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γομαρινὸς ἐπίθ. Ἤπ. γομαρ᾽νὸς Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Ἰων. (Κρήν.) γουμαρινὸς Θεσσ. (Ἀγ.) γουμαρ᾽νὸς Ἤπ. (Νεγᾶδ.) Θεσσ. (Καρυὰ Κρυόβρ. Πήλ. Σκήτ. Συκαμν. Τρίκερ. Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Βέρ. Γήλοφ. Γρεβεν. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Ἐράτυρ. κ.ἀ.) γ᾽μαρινὸς Στερελλ. (Φθιῶτ.) Θηλ. γουμαρ᾽νιˬὰ Θεσσ. (Καρυὰ Κρυόβρ. Σκήτ. Συκαμν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ. κ.ἀ.) Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ινός.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ινός.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων εἰς ὄνον ἢ ὁμοιάζων ἢ προερχόμενος ἐξ ὄνου ἔνθ᾽ ἀν.: Γομαρ᾽νὸ γάλα Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Γουμαρ᾽νὸ κιφά᾽ Θεσσ. (Τρίκερ.) Γουμαρ᾽νὴ ὑπουμουνὴ Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Γουμαρ᾽νὴ δ᾽λε͜ιὰ (σκληρὴ ἐργασία) Μακεδ. (Γήλοφ.) 2) Μεταφ., ὁ ὑπερμεγέθης Θεσσ. (Ἀγ. Τσαγκαρ. Σκήτ.) Μακεδ.: Γουμαρ᾽νὴ δαμασκηνιˬὰ (ἡ παράγουσα γομαρινά, ἤτοι μεγάλα δαμάσκηνα) Μακεδ. Γουμαρ᾽νὰ κιράσιˬα (εἶδος μεγάλων κερασιῶν) (Τσαγκαρ.) || Παροιμ. Γουμαρ᾽νὸς τουρβᾶς κὶ τραγε͜ιὸ σ᾽νὶ (ἐπὶ τῶν ἀσυμβιβάστων) Θεσσ. (Ἀγ.) Γουμαρ᾽νὸς ντουρβᾶς κὶ ᾽ς τ᾽ μέσ᾽ τρύπιους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θεσσ. (Ἀγ. Σκήτ.) Γ᾽μαρ᾽νὸς τουρβᾶς κὶ φ᾽λυρήου σ᾽νὶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θεσσ. Γομαρινὰ μοῦτρα ἀφεντικὴ ζωὴ (ἐπὶ τῶν ἀποβλεπόντων εἰς προσωπικῆν εὐτυχίαν, ἀδιαφορούντων δὲ διὰ τὰς ἠθικὰς ἀταξίας) Ἤπ. Γουμαρ᾽νὸ πρόσουπου χαριτουμέ᾽ ζουὴ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βέρ.) Συνών. Γαιˬδουρινὰ μοῦτρα ἀφεντικὴ ζωή. || ᾎσμ. Ἕνας ἰνιˬός, ἰνιˬούτσικος τῆς κουρασιˬᾶς ἡ ἄντρας, πὄχει τὴ γούνα γουμαρ᾽νὴ κὶ τράγινα μανίκιˬα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Συνών. γαιˬδουρένιˬος, γαιˬδουρήσιˬος, γαιˬδουρινός, γαιˬδουρίτικος, γαιˬδουρίτσινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/