βαλαντώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλαντώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαλαντώνω σύνηθ. βαλαdώνου πολλαχ. βαλαντώνου βόρ. ἰδιώμ. βαλαdώνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαλαδώνω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) λαβαντώνου Μακεδ. (Ἀβδέλλ.) Μέσ. βαλαντοῦμαι ΚΚρυστάλλ. Ἔργο. 2,59 βανταλώνουμι Θεσσ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βαλάντιον. Ὁ ΦΚουκουλ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1924) 317 ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ *μαλατώνω-*μαλαντώνω, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. μαλᾶτος < Ἰταλ. malato = ἀσθενής.

Σημασιολογία

1) Στενοχωρῶ τινά, ἀποπνίγω, καταβάλλω πρὸ πάντων διὰ τῆς θερμότητος καὶ τοῦ κόπου πολλαχ.: Ἡ ζέστη μὲ βαλάντωσε πολλαχ. Οὑ καπνὸς βαλάντουσι τοὺ σπίτ’ (ἐνέπλησεν αὐτὸ καὶ ἀπέπνιξε τοὺς ἐν αὐτῷ) Σάμ. Καὶ ἀμτβ. ἀποκάμνω, ἀπαυδῶ ἕνεκα ὑπερβολικοῦ καύσωνος ἢ κόπου κττ. σύνηθ.: Βαλάντωσα ἀπὸ τὴν πολλὴ δουλε͜ιά. Βαλάντωσα ἀπὸ τὴ ζέστη - τὸν ἥλιˬο - τὸ λιˬοπύρι κττ. Βαλάντωσε ἀπὸ τὰ κλάματα τὸ παιδὶ σύνηθ. β) Φλέγω, καίω πολλαχ.: Ποίημ. Ν᾽ ἀναδροσίσουνε τὴ γῆ ποῦ βαλαντώνει ὁ ἥλιος ΑΚαμπάν. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 133. γ) Λιποθυμῶ Μακεδ. (Καταφύγ.) 2) Καταβάλλω τινὰ διὰ τῆς λύπης, στενοχωρῶ ψυχικῶς, θλίβω Εὔβ. Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. Στερελλ κ.ἀ.: Μὲ βαλάντωσε μὲ τὴ φλυαρία του Εὔβ. Μὲ βαλάντωσε αὐτὸ τὸ παιδὶ Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) Μὲ βαλάντουσι μ’ αὐτὰ ποῦ μοῦ ’πι Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)|| ᾎσμ. Τούρκα δέρνει τὴ σκλάβα της, τὴν δέρνει καὶ μαλώνει | καὶ τὴ βαλαντώνει Ἤπ. Ὧρες μὲ κάνεις καὶ γελῶ κιˬ ὧρες μὲ βαλαντώνεις (Πανδώρ. 15,588). Λαβαντουμένη μου καρδιˬὰ κὶ πικραμμένα χείλη, βουλὲς μὶ κάνεις κὶ γιλῶ, βουλὲς μὶ λαβαντώνεις Μακεδ. (Ἀβδέλλ.) Καὶ ἀμτβ. θλίβομαι, στενοχωροῦμαι Εὔβ. Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Κορινθ.) Σίφν. κ.ἀ.: Βαλάντωσε ἀπὸ τὸν καημὸ τοῦ γιˬοῦ της Κορινθ. Ἠβαλάντωσε ἡ ψυχή μου Σίφν. || ᾎσμ. Μάννα, μιˬὰ κόρη μὲ βαλάντωσε κ᾿ εἶμαι βαλαντωμένος Αἰγιάλ. Τ᾿ ἔχεις, Ρήνα μ᾽, κὶ κλαίς, | τ᾽ ἔχεις κὶ βαλαντώνεις; Μακεδ. (Δεσπότ.) Τ' ἄκουσε Πόλι κ᾿ ἔσκασε κιˬ ὁ Γαλατᾶς ἐστάθη, τ᾿ ἄκουσε τὸ ρηγόπουλλο, βαρεˬὰ ἐβαλαντώθη Ἤπ. 3) Καθιστῶ τινὰ ἔξαλλον, ζαλίζω, τρελλαίνω ἑξ ἔρωτος Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. Πελοπν. Στερελλ. κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,80: ᾎσμ. Κουμπάρα, μὲ βαλάντωσες, μ’ ἔχεις βαλαντωμένο, ποῦ’ χεις τὸν ἄσπρο τὸ λαιμό, ποῦ' χεις τὰ μαῦρα μάτιˬα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἡ ἀγάπη μὲ βαλάντωσε, μ' ἔχει βαλαντωμένο Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τὸ φαντάζομαι κ’ ἐγὼ | τί λελούδι θὰ γενῶ, σὲ τί κάμπους θὰ φυτρώσω, | τί καρδιˬὲς θὰ βαλαντώσω Πελοπν. (Λάστ.) Τὰ κοριτσάκιˬα τά 'μορφα | οὕλα τὰ βαλάντωσα αὐτόθ. Καὶ βαλαντὠνει τοὶς καρδιˬές, τρελλαίνει τοὺς λεβέντες Πελοπν. (Τριφυλ.) Σίντ᾿ ἀνθίζ’ καὶ λουλουδίζῃ, | παλληκάριˬα στραγγουλίζει κι ὅταν παίρνῃ καὶ φουντώνῃ, | παλληκάριˬα βαλαντώνει Ἤπ. -Ποίημ. Καὶ δὲ μὲ σκιˬάζουν, ἄρχοντα, ὄργητες καὶ φοβέρες, ἐμένα ἀγάπη μοναχὰ βαρεˬὰ μὲ βαλαντώνει ΚΚρυστάλ. ἔνθ' ἀν. Καὶ μέσ. πάσχω ἐκ παραφόρου ἔρωτος Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. κ.ἀ. Μετοχ. 1) Θηλ., ἔγκυος Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἰν.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Ξανθὴ κόρη κοιμήθηκι σὶ μιˬὰ μηλεˬὰ ᾿πουκάτου κὶ τὴν αὐγὴ σηκώθηκι βαρεˬὰ βαλαντουμένη Αἰν. 2) Κουρασμένος, ἐξηντλημένος σωματικῶς σύνηθ.: Ἦρθε βαλαντωμένος ἀπὸ τὸ δρόμο-τὸ ταξίδι κττ. Εἶμαι βαλαντωμένη ἀπ᾿ τὸν ἥλιˬο-τὴ ζέστη-τὴν κούρασι κττ. σύνηθ. || Ποίημ. Τ’ ἄλογα κουραστήκανε βαρεˬὰ βαλαντωμένα καὶ μηδὲ μπρὸς πηγαίνουνε καὶ μηδὲ πίσω πάνε ΙΠολεμ Χειμώνανθ.2 163. 3) Καταθλιμμένος, στενοχωρημένος Ἤπ. Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Βαλαντουμένη μου καρδιˬὰ καὶ πικραμμένα χείλη Μακεδ. Βλάχα, τί εἶσαι ντερdιˬασμένη | κὶ βαρεˬὰ βαλαντουμένη; Στερελλ. 4) Ὁ ἔχων σωματικὴν ἀδιαθεσίαν, κακοδιάθετος Κύθν.: Εἶμαι σὰ βαλαdωμένος. 5) Ὁ κατειλημμένος ὑπὸ παραφόρου ἔρωτος, ἐρωτόπληκτος, ἐρωτομανὴς Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. Στερελλ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Κιˬ αὐτὸ δὲν εἶναι μέθυσμα, δὲν εἶναι μεθυσμένο, μούν' εἶν᾿ ἀπάνω σὲ σεβdᾶ, εἶναι βαλαντωμένο, μιˬὰ κόρη τὸ βαλάντωσε κ’ εἶναι βαλαντωμένο Ἤπ. Ἀπ’ ἔρωτα παλληκαριˬοῦ εἶμαι βαλαντωμένη (Νουμᾶς 130,7). Συνών. ἐρωτοχτυπημένος. 6) Ἐκπληκτος, κατάπληκτος Μακεδ. (Βλάστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/