βαλαόρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλαόρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαλαόρα ἡ, Ἤπ. -ΣΓρανίτσ. ἐν Ἡμερολ. Σκόκου 25,889 βελαόρα Μποέμ Ἀγριολούλ. 49 -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 286 βιλαόρα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλ. valaora ἢ vilaora=πλαγιὰ διὰ βοσκήν.
Σημασιολογία
Γῆ χέρσος ἔχουσα συνήθως πετρώδη σύστασιν ἐξ ἀσβεστολίθου καὶ χῶμα ἐρυθρωπὸν κατάλληλος διὰ βοσκήν, καλλιεργουμένη δὲ γίνεται εὔφορος ἔνθ' ἀν.: Αὐτεῖνου τοὺ χουράφ’ εἶνι βιλαόρα (εὔφορον) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ φακῆ εἶνι βραστιρή, γιατ᾿ ἦταν σπαρμέ' σὶ βιλαόρα αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἐκε͜ιὸς ἀστράφτει ᾿ς τοὶς λογγιές, πετάει ᾽ς τοῖς βαλαόρες ΣΓρανίτσ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαλαόρα Ἤπ. Βελαόρα Ἤπ. Βιλαόρα Ἤπ. Στερελλ. (Εὐρυταν. Λεπεν.) Βαλαούρα Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA