ἀσκημάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσκημάδι τό, Ζάκ Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος. Ἡ λ. καὶ. ἐν Ἐρωτοκρ. Α 10 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «σὲ μιὰ φιλιὰν ἀμάλαγη μὲ δίχως ἀσκημάδι».
Σημασιολογία
’Ελάττωμα σωματικὸν ἢ ἠθικὸν ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Ὅσο θές, μαύρη μου, νίψου | καὶ σγουρή, ξεροχτενίσου, τ᾿ ἀσκημάδι σου δὲ βγάνεις, | μόνο τσοὶ γαζέττες χάνεις Ζακ. || ᾎσμ. Ἕdεκα μῆνες στέκομαι γιˬὰ νὰ σοῦ βρῶ ψεγάδι, δὲ σοῦ ’βρηκα, πουλλάκι μου, μούτ’ ἕναν ἀσκημάδι Κρήτ. Συνών. ψεγάδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA