βαλεριˬάνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλεριˬάνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαλεριˬάνα ἡ, σύνηθ. βαργιˬελάνα Πελοπν. (Βούρβουρ.) βαλεριˬανὴ Λεξ. Βλαστ 477.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. valeriana.

Σημασιολογία

Τὰ ἑξῆς φυτὰ τῆς τάξεως τῶν ναρδωδῶν (valerianaceae). 1) Νάρδος ἡ Διοσκορίδειος (valeriana Dioscoridis), συνών. ἀγριοζαμποῦκος, καλαμοκάννα. 2) Κέντρανθος ὁ ἐρυθρὸς (centranthus ruber). Συνών. ἀνάλατος Β2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/