βάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βάλλω Πόντ (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ.) Σέριφ. Τῆλ. Χίος (Βολισσ. Καρδάμ. Ὄλυμπ. Πυργ.) κ.ἀ. βάλ-λω Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. βάλλου Θρᾴκ. (Αἴν. κ.ἀ.) βάλλου Λυκ. (Λιβύσσ.) Καλαβρ. (Καρδ.) κ.ἀ. βάλ-λdω Ρόδ. βάλλτω Ἀστυπ. βάḍḍω Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ’άλ-λω Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. βάλνω Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. βάλνου Θρᾴκ. (Αἶν.) βάρνω Θρᾴκ. βέλλου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) βέλνω Αἴγιν. β-βελ-λῶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Μέσ. βάρνομαι Μῆλ. κ.ἀ. Ἀόρ. ἔβαλα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἤβαλα πολλαχ. ἤβελα Κάρπ. Κῶς Ρόδ. Προστ. Βάλε κοιν. βάλον καὶ βάλεν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προστ. β’ πληθ. πρόσ. βάλτε κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτυωρ Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βάρτε Ζάκ. Νάξ. (Βόθρ.) κ.ἀ. βάλτατι Μακεδ. (Βλάστ.) βαλῆτε Σύμ. κ.ἀ. Ἀόρ. παθ. ἐβάλθα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἐβάλθηκα πολλαχ. βάλθηκα κοιν. ἐβάρθηκα πολλαχ. βάρθηκα πολλαχ. ἐβάρτηκα Κέρκ. Κεφαλλ. ἐβάρτηνα Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. βαλμένος κοιν. καὶ Πόντ.) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βαλμένο Ἀπουλ. βαλιμένος Εὕβ. (Αὐλωνάρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. Τρίκκ.) κ.ἀ. βαλομένος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) βαρμένος Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Χαλκ.) κ.ἀ. βαρμένους Μακεδ. κ.ἀ. βαρμένο Ἀπουλ. βαλλdωμένος Ρόδ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βάλλω. Τὸ βάλνω ὅπως καὶ τὸ σφάλλω, -σφάλνω, φέρω-φέρνω κττ. περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 233. Ἡ προστ. βάλε ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ ἀντικ. συνήθως ἀποβάλλει τὸ ε, οἷον βάλ᾽ το, βάλ ᾽τα. Οὕτω καὶ τὸ βάρε-βάρ’ Ἴων. (Κρήν.) Μεγίστ. κ.ἀ. Ἡ χρῆσις αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,412 (ἔκδ. RDawkins) «βάρ' την εἰς τὸν νοῦν σου». Ἐν τῇ μετοχ. βαλιμένος ἔγινεν ἀνάπτυξις συνοδίτου φθόγγου, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 4 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 61. Ἐν Πόντῳ ὡς ἀόρ. ἐνεργ. εὐχρηστεῖ τὸ ἐσέγκα (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) καὶ ἐσέγκα (Νικόπ.)
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Ρίπτω κατὰ γῆς, καταβάλλω, συνήθως ἐν τῇ πάλῃ Θρᾴκ. (Αἶν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σισάν.) Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ.: Παλέψανι κὶ τοὺν ἔβαλι Αἶν. Σισάν. || ᾎσμ. Ἔβγα νὰ παλεψουμι σὲ μαρμαρέν’ άλώνι, βάλλει τσοbάνης μιὰ φουλὰ κιˬ οὑ Χάρους βάλλει πέντι Αἶν. Καὶ μέσ. βάλ-λουμου, ἡττῶμαι Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Ρίπτω, βάλλω, μόνον ἐν τῇ προστ. βαλέτω εἰς τὴν φρ. ὀ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω ληφθεῖσαν ἐκ τῆς γλώσσης τοῦ εὐαγγελίου (Κ.Δ. Ἰωάνν. 8, 7 «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ᾽ αὐτὴν») λόγ. κοιν. β) Ρίπτων τι κτυπῶ, ἐγγίζω τινά, ἢ ἁπλῶς ἐγγίζω, συλλαμβάνω, κτυπῶ καὶ δὴ νικῶ, συνήθως ἐν παιδιαῖς πολλαχ.: Ἐβαλά σε! (σὲ ἐπέτυχα μὲ τὴν σφαῖραν) Κύπρ. Σ’ ἔβαλα! Πελοπν. (Ματίν.) 3) Βάλλω, ρίπτω δίκτυα Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ.: Βάλλει ἡ τράττα ἀνοιχτὰ Σέριφ. 4) Βάλλω τι κἄπου, τοποθετῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ Χαλδ κ.ἀ.) Τσακων. (εἰς τὴν σημ. ταύτην τὸ ρ. ἐν τῇ κοινῇ εὐχρηστεῖ κατ’ ἀόριστον): Ἔβαλα νερὸ ᾿ς τὸ κανάτι. Ἔβαλα κρασὶ ᾽ς τὸ ποτήρι. Ἔβαλα τὸ σίδερο 'ς τὴ φωτιά. Βάλε τὸ φαεῖ νὰ βράση Βάλ’ το ᾿ς τὸ τραπέζι τὸ ποτήρι. Βάλ’ το ’ς τὴ φωτιˬὰ τὸ σίδερο. Τό ’χω βαλμένο τὸ φαεῖ νὰ ζεσταθῇ -’ς τὴ φωτιˬὰ κττ. Ἔπιπλα βαλμένα μὲ γοῦστο κοιν. Βάλλω τὸ φαεῖ ᾿ς τὴν ἱστιˬὰν Καρδάμ. Βάλεν τὸ κριθάρ’ ’ς σὸ σακκὶν Χαλδ. || Φρ. Τὸν ἔβαλα νὰ πέσῃ (κατέκλινα αὐτόν). Ἔβαλε ὁ διˬάβολος τὴν οὐρά του (ἐπὶ ἀποτυχίας ἀνεξηγήτου ἢ κακῆς τροπῆς ὑποθέσεώς τινος) Γιˬὰ ποῦ τὸ ’βαλες; (ποῦ διευθύνεσαι, ποῦ πηγαίνεις;) Βάλε μου νὰ φάω (παράθες φαγητόν). Βάλε μὲ τὸ νοῦ σου (φαντάσου). Νά βάλῃ ὁ Θεὸς τὸ χέρι του! (ὁ Θεὸς βοηθός!) Τῆς ἔβαλαν κουδούνιˬα (διελάλησαν τὴν ἀνηθικότητά της). Βάλθηκε ’ς τὴ δουλε͜ιὰ-᾿ς τὸ κρασὶ-᾿ς τὸ πιˬοτὸ-᾿ς τὸ φαεῖ κττ. (ἤρχισε μὲ ὁρμὴν νὰ ἐργάζεται, νὰ πίνῃ κτλ.) Βάλθηκε σὲ τάξι (διευθετήθη, ἐτακτοποιήθη). Βάλθηκε ’ς τὸ δρόμο (εὐωδώθη) κοιν. Ἔγινε τὸ βάλε βράσε (ἐπὶ μεγάλης ἀνωμαλίας, ταραχῆς καὶ συγχύσεως πραγμάτων, ἐντεῦθεν δὲ καὶ κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ μαλλιˬὰ διὰ τὴν φρ. ἔγιναν μαλλιˬὰ κουβάριˬα ἐλέχθη κοινῶς ἔγινε τὸ μάλε βράσε, δι᾽ ὃ πβ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 <1914> Λεξικογρ. Ἀρχ. 93 κἑξ.) Ἔβαλα μέσ᾿ ᾿ς τὸ μυˬαλό του (τὸν ἔκαμα νὰ ἐννοήσῃ καλῶς). Τοῦ τό ’βαλα ᾽ς τ’ ἀφτιˬὰ (τὸν ἔκαμα νὰ ἐννοήσῃ ἢ τοῦ τὸ ἐγνωστοποίησα κρυφίως). Ἔβαλα ἀέρα 'ς τὰ παννιˬὰ (ἀνύψωσα τὰ ἱστία πρὸς ἀπόπλουν καὶ μεταφ. ἀκολουθῶ τὴν γνώμην μου μὴ μεταπειθόμενος ὑπὸ ἄλλου). Ἔβαλε ἀρχὴ (ἤρχισε). Τό ᾽βαλε νὰ κτλ. (ἀπεφάσισε νὰ κτλ.) Ἔβαλε μετάνο͜ια (ἔσκυψε προσκυνῶν). Βάλε τώρᾳ τί ἔγινε! (βάλε μὲ τὸ νοῦ σου, φαντάσου) πολλαχ. Βάλλω κάτω (ὑποχωρῶ) Σέριφ. Βάλλω χάμαι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Καρδάμ. Βάλλω κρασὶ (γεμίζω ἀπὸ γλεῦκος τὰ βυτία πρὸς οἰνοποσίαν) αὐτόθ. Βάλλω κρασὶ τὸ πρᾶμα (παρασκευάζω πρὸς οἰνοποιίαν τὰς σταφυλὰς) αὐτόθ. Βάλλω τὸ πρᾶμα σταφύλια (πωλῶ τὰς σταφυλὰς ὡς ἔχουν χωρὶς νὰ τὰς θλίψω πρὸς οἰνοποιίαν) αὐτόθ. Βάλλω ἀρχὴ (ἀρχίζω) Τῆλ. Βάλλω ὄνεμαν (ὀνοματοθετῶ) Τραπ. Χαλδ. Βάḍḍω ᾿νόμα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μπόβ. Βάλλω τὸ στέφανον (στεφανώνω) Τραπ. Χαλδ. Βάλλω τ᾿ οὐράδι μ᾿ ἢ τὸ έρι μ᾽ (ἀνακατεύομαι) αὐτόθ. Βάλλω κ.ἀ. (καταρρίπτω ἢ θάπτω ἢ ὑποχωρῶ) Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Βάλλω πουδάριν (ἐπιμένω) Κερασ. Βάλλω τὰ καλά μου (λαμπροφορῶ) Οἰν. Βάλλου γνῶσ’ (συνετίζω καὶ συνετίζομαι) Αἶν. Βάλλου bροστὰ: (ἐπιπλήττω) αὐτόθ. Βάλλου τὰ δυνατά μ’ (προσπαθῶ μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις μου) αὐτόθ. Βάλλου ἀφτὶ (ὠτακουστῶ) αὐτόθ. Βάλλου λόγιˬα (ρᾳδιουργῶ) αὐτόθ. Βάλ-λω ’ς τὸν πόδα μου (διορίζω ἐπίτροπον, ἀναπληρωτήν μου) Σύμ. Βάλ-λω χάμαι (ἑορτάζω ὀνομαστικὴν ἑορτὴν καθ᾿ ἣν τοποθετοῦν ἐπὶ τῆς τραπέζης διάφορα γλυκύσματα καὶ ποτὰ) αὐτόθ. Βάλλω σφίξι (ἀναγκάζω, βιάζω, στενοχωρῶ) αὐτόθ. Βάλ-λω φωνὴν (φωνάζω. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. SKapsomenakis Vorunters zu einer Gramm der Papyri 57) Κύπρ. Βάλλω ἀντήλιˬον (βλέπω μακρόθεν ὑπεροπτικῶς) αὐτόθ. Βάλ-λω τὰ δέκατα (μουντζώνω, ἐπὶ τοῦ ὑβριστικοῦ σχήματος) αὐτόθ. Βάλλω ᾿ς σ’ ἕναν ᾽ς σ᾽ ἀλλο (προκαλῶ ἀναστάτωσιν, ἀνωμαλίαν) Χαλδ. Βέλλει κόλο (δὲν προχωρεῖ, ἐπὶ ὑποζυγίου) Αὐλωνάρ. Δὲν τοὺ βά’ οὑ νοῦς μ᾿ (δὲ μπορῶ νὰ τὸ θυμηθῶ) Αἶν. Ἔβαλε καβγᾶ (ἐπροκάλεσε ἔριδα) Κρήτ. Τὸν ἔβαλα χέρι (τὸν ὠνείδισα) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἔβαλα κόπον (προσέφερον ὑπηρεσίαν) Κερασ. Ἔβαλα χέρι ἢ χερικὸ (ἤρχισα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἔβαλα έριν (ἤρχισα ἢ συμμετέσχον) Κερασ. Ἔβαλα ποδάρι (ἐπιμένω) Τῆλ. φουρτούνα ἔβαλε ἀπάνου (κατέστη σφοδρὰ) Αἶν. Ἔβαλα ὄνουμα (ὠνομάσθην) Θρᾴκ. (Κομοτ.) Ἔβαλα τὴν κόττα (ἐνν. νὰ ἐπῳάσῃ) Ἤπ. Ἔβάλα dὰ βούγιˬα ᾿ς τ’ ἁλώνι (συνουσιάσθησαν) Κρήτ. (Μύρθ.) Τοῦ ’βαλα τοῦ δεῖνα (τὸν ἐψήφισα) Ἄνδρ. Τὸ ἔβαλε ᾽ς τὸ μάτι (ἐνν. τὸ ὅπλον πρὸς σκόπευσιν) Πελοπν. Ἀρκαδ.) Τὸν ἔβαλε κάτω (ἐνν. τὸ ψῦχος, ὁ πυρετός, ἡ ἀρρώστια κττ., ἤτοι ἠσθένησε) Πελοπν. (Δημητσάν.) Τὄβαλαν τὰ γιˬοῦχα (τὸν προέπεμψαν δι᾿ ἀποδοκιμασιῶν) Πελοπν. (Λάστ.) Ἤβαλεν ἀέρα (ἤρχισε νὰ πνέῃ ἄνεμος σφοδρὸς) Νάξ. Ἤβαλεν τὰ μαλλιˬά του (ἐπεχείρησεν ἔργον ἀνώτερον τῶν δυνάμεών του) Ἰων. (Κρήν.) ᾽Εβαλήκαϊ τοὺ φωνὲ (ἤρχισαν φωνάζοντες) Τσακων. Ὅουρ ἐβαλήτζερε τὸ ᾽ᾴι νὰ βάλερε τζαὶ στεφάνι (ὅπως ἔβαλες τὸ λᾷδι νὰ βάλῃς καὶ τὸ στεφάνι! εὐχὴ πρὸς ἀνάδοχον) αὐτόθ. Εἶναι μέσ᾽ ’ς τ’ ἀμπέλι βαλμένος (ἐπὶ μεθύσου) Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) Εἶναι βαρμένος ’ς τὰ χρόνιˬα (ἐπὶ παρήλικος) Κύθν. || Παροιμ. Ἄλλαξε ὁ Μανολιˬὸς | κ’ ἔβαλε τὰ ροῦχα του ἀλλεˬῶς (ἐπὶ τῆς στασιμότητος ὑπὸ τὴν φαινομενικὴν μεταρρύθμισιν). Δὲ μπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸ γάιδαρο καὶ τὰ βάζει μὲ τὸ σαμάρι (ἐπὶ τοῦ διαπληκτιζομένου ἢ ἐπιπλήττοντος τὸν ἀνεύθυνον, διότι δὲν δύναται νὰ ἐκδικηθῇ τὸν πραγματικὸν πταίστην ἢ ἐν γένει ἐκεῖνον ποῦ τὸν ἡνώχλησεν ἢ ἔβλαψε) κοιν. Ποὔχει πολὺ πιπέρι βάλ-λει καὶ ’ς τὰ λάχανα (ἐπὶ πολυτελείας) Σύμ. Ἀλ᾽ ἀλεύριν εἰς τὴν σκάφην καὶ πολλοὺς σταυροὺς μὴ κάμνῃς (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπικαλούμεδα τὴν ἐξ ὕψους ἀντίληψιν ἐκεῖ ὅπου κυρίως εἴναι χρεία τῆς ἰδίας ἡμῶν ἐπιμελείας καὶ φροντίδος) Ρόδ. ’Κεῖ ποῦ ἔβαλε ὁ γνωστικὸς τὸ μάτι, ἔβαλε ό ζουρλὸς τὸ χέρι (πολλὰ τὰ ὁποῖα ὁ φρόνιμος, ἐπιθυμεῖ μέν, ἀλλ’ ἀποφεύγει, τὰ ἐκτελεῖ ὁ τρελλὸς) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) || Γνωμ. Βάρ’ τὸ μάνταλο ᾿ς τὴν πόρτα νὰ κοιμᾶσαι ξενο͜ιασμένος Μεγίστ. Μήτε μὲ τοὺς ἁγιˬοὺς νὰ τὰ βάλῃς μήτε μὲ τοὺς τρελλοὺς (ὄτι πρέπει νὰ ἀπέχῃ τις ἀπὸ πᾶσαν ἔριδα) ΙΒενιζέλ. Παροιμ2 163, 191. Ὅπου δὲν ἤβαλεν οὑ Θεὸς δὲ μπουρεῖ νὰ βά’ οὑ Ἄνθρουπους Μακεδ. (Καταφύγ.) || Αἴνιγμ. Τὴν βέλλου στεγνὴ, τὴ βγέλλου χλωρὴ καὶ στάζει ἡ μύτι της (ἡ κουτάλα τοῦ φαγητοῦ) Κύμ. || ᾎσμ. Χαρῆτε νεˬές, χαρῆτε νεˬοί, χαρῆτε παλληκάριˬα, κ’ ἐγὼ τοῦ Χάρου τοῦ 'βαλα σίδερα ’ς τὰ ποδάριˬα Σκῦρ. Βάλτ' ἀέρα ᾽ς τὰ παννιˬά σας | καὶ νὰ δεἰξτε τὴν ἀντρε͜ιά σας Πελοπν. ’Πουμέσα βάλ-λει τὰ χρουσᾶ, ᾿πόξω τὰ κρουσταλλένιˬα Ρόδ. Βάλ-λω σε χρόνο ’ς τὴν ταὴ καὶ δυˬὸ χρόνους ᾿ς τὸ στάβλο αὐτόθ. Ἀλλάσσ᾿ ἡ μάννα τὸν ὑγιˬὸ νὰ πά᾿ νὰ μεταλάβῃ, λοὲς τοῦ βέλλει πράσινα, λοὲς τοῦ βέλλει μαῦρα, λοὲς τὰ χαλκοπράσινα νὰ πάῃ νὰ μεταλάβῃ Κύμ. Συνών. ἀφίνω 2. Ἐν τῇ σημ. ταύτῃ φράσεις μετὰ τοῦ ἀορ. ἔβαλα εὐχρηστοῦν ὅλαι αἱ κοιναὶ φράσεις τοῦ ρήματος βάζω (ΙΙ) 2, οἷον: ἔβαλα τὸ χέρι ᾿ς τὸ βαγγέλιˬο -’ς τὴν καρδιˬά, ἔβαλα στεφάνι - ὑπογραφὴ - βούλλα – μαχαίρι – ψαλίδι – τραπέζι – θεμέλιˬο – παπούτσιˬα - ροῦχο – πόδι - σημάδι κτλ. Ἔβαλε κάτω τὴν οὐρὰ τ᾿ ἀφτιˬά. Ἔβαλε λόγιˬα- φιτίλιˬα. Ἔβαλε σὲ τάξι-σὲ δρόμο-σὲ δουλε͜ιὰ-σὲ τέχνη κτλ. Μετοχ. βαλμένος=φορεμένος κοιν.: Τὸ ροῦχο εἴναι βαλμένο. Παπούτσιˬα βαλμένα. Ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀφόρετος 1. β) Ἐμβάλλω κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔβαλα ᾿ς τὸ φαεῖ ἀλάτι-βούτυρο-νερὸ-πιπέρι κττ. Ἔβαλα ᾿ς τὸ γάλα καφὲ κοιν. γ) Ἐγχέω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Βάλεν νερὸν ἂς νίφκουμαι Χαλδ. || Φρ. Ἔβαλε νερὸ 'ς τὸ κρασί του (ἐμετρίασε τὰς ἀξιώσεις του, ἔγινε διαλλακτικώτερος) κοιν. δ) Κερνῶ κοιν.: Μοῦ ’βαλε ἕνα ποτήρι κρασί. ε) Διοχετεύω, παροχετεύω κοιν.: Μᾶς ἔβαλαν νερό. || Φρ. Ἔβαλε τὸ νερὸ ’ς τ’ αὐλάκι (ἤρχισε νὰ προκόπτῃ) κοιν. Ἔβαλε τὸ νερὸ κάτου (παρωχέτευσε τὸ ὕδωρ εἰς τὴν ὑδρορρόην τοῦ μύλου) Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ. Τρίκκ.) ς)Ἐνδύομαι κοιν.: Δὲν ἔχω τί νὰ βάλω. Δὲν ξέρω τί νὰ βάλω κοιν. || Φρ. Τό ’χου πλῦνι βάλι (ἐπὶ ἐνδύματος μοναδικοῦ) Ἴμβρ. || Παροιμ φρ. Βάλ' αὐτὰ καὶ βγάλ’ αὐτὰ (ἐπὶ πτωχοῦ ἀδυνατοῦντος ν᾿ ἄλλάξῃ ἔνδυμα ἢ ἐπίσης δι᾿ εὐτελοῦς ἀντικαθιστῶντος τὸ παλαιότερον) Ἤπ. ζ) Βυθίζω πολλαχ.: ᾎσμ. Χρυσὸ μαχαίρι ἅρπαξε | καὶ ’ς τὴν καρδιˬὰ τὸ ἔβαλε Ἤπ. Συνών. μπήγω χώνω. η) Ἐγκαθιστῶ κοιν.: Μᾶς ἔβαλαν καινούργια βρύσι. Μᾶς ἔβαλαν ἠλεκτρικὰ ᾿ς τὸ δρόμο. θ) Εἰσάγω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔβαλα τὰ ζῷα 'ς τὴ μάντρα κοιν. || Φρ. Ἔβαλα τὸ παιδὶ 'ς τὸ σχολεῖο (ἐνέγραψα αὐτὸ ὡς μαθητήν). Δὲν τὸν ἔβαλα ποτὲ ᾿ς τὸ σπίτι μου (δὲν τὸν ἐδέχθην ποτὲ) κοιν. ’Σ σὸ σπίτι μ᾿ ᾿κὶ βάλλ’ ἀτον (δὲν τὸν δέχομαι εἰς τὴν οἰκίαν μου) Τραπ. Χαλδ. Ἤβαλές με κ' ἤβγαλά σε (ὅταν συνιστᾷ τις τὴν φίλην του εἰς φίλον καὶ αὐτὸς δολίως φερόμενος τὴν κάμνει ἰδικήν του) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τά ᾽βαλα τὰ πρόβατα ᾿ς τ᾿ γαλατᾶ (πωλήσας τὰ ἀρνία συνεφώνησα μετὰ τοῦ ἐμπόρου καὶ τοῦ παρέχω τὸ γάλα πρὸς τυροκομίαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βάλλω ψωμία (εἰσάγω εἰς τὸν φοῦρνον) Πόντ. Δὲν εἶμαι βαλιμένος ποτὲ 'ς τὸ σπίτι σας (δὲν ἦλθα ποτὲ κτλ.) Ἀπύρανθ. ι) Χωρῶ Πόντ. (Οἰν.): Φρ. Ἡ κάρα του βάλλει (εἶναι νοήμων). ια) Εἰσάγω, τοποθετῶ πρὸς ἐργασίαν κοιν.: Τὸν ἔβαλε τὸ γιό του ὑπάλληλο σὲ ἑταιρεία. Τὴν ἔβαλε τὴν κόρη της νὰ μάθῃ μοδίστρα κοιν. 5) κλίνω κοιν.: Φρ. Ἔβαλε κάτω τὸ κεφάλι ἢ τὰ μάτιˬα (κατῃσχύνθη). Ἔβαλε τὴν οὐρὰ κάτω ἀπὸ τὰ σκέληˬα (ὑπεχώρησε κατῃσχυμμένος). Τά ᾽βαλε κάτω (ἐνν. τ᾿ ἀφτιά, ὑπεχώρησε). 6) Φυτεύω Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ.ἀ.: Ἔβαλα πατάτα-φασολεˬὲς κττ. Βουρβουρ Ἤβαλα ροβίθιˬα Νάξ. Ἔβαλ᾽ ἀbέ’ Χαλκιδ. 7) Προτρέπω ἣ ἀναγκάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Τὸν ἔβαλαν νὰ τὸ κάμῃ-νὰ τὸ πῇ-νὰ τραγουδήσῃ-νὰ χορέψῃ κττ. ᾿Ητανε βαλμένος νὰ τὸν κατηγορήσῃ-νὰ τὸν σκοτώσῃ κτλ. Βάλθηκε ἀπὸ ἄλλον νὰ τὸν βρίσῃ-νὰ τὸν μπατσίσῃ κττ. κοιν. Δὲ βάρνομαι ἀπὸ κἀνένα γιὰ κλεψιˬὲς Μῆλ. Ἐσὺ ἐβάλθες ν᾽ ἀγκαλῇς με (νὰ μὲ καταγγείλῃς) Τραπ. Εἶναι βαλιμένος ἀπὸ άλλον νὰ σοῦ τσοὶ πῇ τσοὶ κουβέdες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸν ἔχει βαρμένο Κρήτ. Ἦταν βαλ-λdωμένος νὰ τὸνε σκοτώσῃ Ρόδ. || Φρ. Ἔβαλε λυτοὺς καὶ δεμένους (μετῆλθε πᾶν μέσον, ἐκίνησε πάντα λίθον) κοιν. β) 'Ορίζω ἢ μισθώνω τινὰ πρὸς ἐργασίαν κοιν.: Ἔβαλα ἀργάτες ᾿ς τὸ χωράφι. Ἔβαλα μαστόρους. Ἔβαλα μάρτυρα. Ἔβαλα δικηγόρο γιὰ τὴ δίκη κοιν. || Φρ. Ἔβαλα καὶ τὰ πουλλιˬὰ ἀργάτες (μετῆλθον πάντα τὰ μέσα πρὸς ἐπιτυχίαν) Πελοπν. (Καρδαμ.) || Παροιμ. Ἔβαλαν τὸ λύκο νὰ φυλάῃ τὰ πρόβατα (ἐπὶ τοῦ ἅρπαγος καὶ κλέπτου ἐπιμελητοῦ) κοιν. || ᾎσμ. Γιˬὰ βάλε νεˬοὺς νὰ σκάφτουνε, γερόντους νὰ κλαδεύουν καὶ τὰ κορίτσιˬα τὰ καλὰ σταφύλιˬα νὰ πατοῦνε Βιθυν. Βάλε με τράφους νὰ χαλῶ κιˬ ἀbέλιˬα νὰ φυτεύγω, βάλε με φαμεγιˬάκι σου νὰ δῇς πῶς θὰ δουλεύγω Κρήτ. Βάλλω τὸν οὐρανὸ κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιˬοὺς μαρτύρους ἀγν. τόπ. γ) Ὁρίζω, καθορίζω κοιν.: Ὁ καθηγητὴς μᾶς ἔβαλε λίγο-πολὺ μάθημα. Ὁ δάσκαλος μᾶς ἔβαλε ν’ ἀντιγράψουμε τριˬάντα ἀράδες. δ) Διορίζω εἰς ὑπούργημά τι ἢ ὑπηρεσίαν τινὰ κοιν.: Ἔβαλαν ’ς τὴν ἐνορία νέον παππᾶ - νέους ἐπιτρόπους. Ἔβαλαν δάσκαλο ’ς τὸ χωριˬό. Τὸν ἔβαλε ὁ ὑπουργὸς σὲ καλὴ θέσι. 8) Ἐγχειρῶ τι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.): Ἔβαλα νὰ μαγειρέψω-νὰ πλύνω-νὰ σφουγγαρίσω κττ. κοιν. 9) Ἐγκαταριθμῶ, συμπεριλαμβάνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Φρ. Ἐβαλε κιˬ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους (ἐπὶ ἀνθρώπου μικρᾶς ἀξίας ἐξισοῦντος ἑαυτὸν πρὸς ὑπερτέρους). Μὴ τὸν βάλῃς αὐτὸν (δὲν ἐπιδέχεται αὐτὸς σύγκρισιν εἴτε ἐπὶ ἔλαττον εἴτε ἐπὶ μεῖζον) κοιν. Ἔβαλες κ᾿ ἐσὺ ἐσὲν μετ’ ἀτουνοὺς-μετ’ ἐμὲν κττ. Κερασ. Μὴ τούν βά’ς αὐτόν! (εἶναι ἀνώτερος συγκρίσεως) Θρᾴκ. (Αἶν.) 10) Προσθέτω κοιν.: Ἔβαλε’ς τὸ λογαριˬασμὸ τόσες δραχμὲς παραπάνω κοιν. || Φρ.Ἔβαλε ἀπάνω (ἐπλειοδότησε). Βάλε ἀκόμα (πρόσθεσε ἀκόμα, οἷον: εἶναι τριάντα ἐτῶν καὶ βάλε ἀκόμα) σύνηθ. Βάλε καὶ βάλε (πρόσθεσε πολλὰ ἀκόμη) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 11) Δίδω ὄνομα, ὀνοματοθετῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Βάφτισαν τὸ παιδὶ καὶ τό ᾿βάλαν Νικόλα κοιν. || Παροιμ. Ἀκόμα δὲν τὸν εἴδαμε καὶ | Γιˬάννη τὸν ἐβάλαμε (ἐπὶ τοῦ ἐκφέροντος γνώμην προώρως) κοιν. || ᾎσμ. Τ᾿ ἕναν νὰ βάλῃς Δούκαν, τ’ ἄλλο Κωσταντᾶν Τραπ. 12) Ὑποθέτω πολλαχ.: Βάλε πῶς πεθαίνει αὔριο Λεξ. Δημητρ. (λ. βάνω). || Φρ. Βάλ' νά 'μ' 'γὼ (εἴθε κτλ.) Κεφαλλ 13) Ἔχω ὑπ’ ὄψιν Κεφαλλ.: Βάλε πῶς οἱ κρισολογίες ποτὲ δὲν τοὺς ἀπολείπουνε. 14) Ἀποταμιεύω πολλαχ.: Γνωμ. Βάλε νά 'βρῇς Ἰόνιοι Νῆσ. 15) Διατιμῶ κοιν.: Τά ’βαλα τ’ άγγούριˬα τρεῖς δραχμὲς τὸ ἕνα. Τά ᾿βαλα τὰ φασολάκιˬα τόσες δραχμὲς τὴν ὀκά. Β) Μέσ. 1) Διατείνω τὰς δυνάμεις μου, προσπαθῶ κοιν.: Βάλθηκε νὰ τὸ κατορθώσῃ. Βάλθηκε νὰ τὸν πιˬάσῃ. Βάλθηκε νὰ τὸ κάμῃ. Βάλθηκε νὰ γίνῃ πρῶτος ᾽ς τὴν τάξι. || Φρ. Βάλθηκε γιˬὰ καλὰ - μὲ τὰ σωστά του κοιν. || ᾎσμ. Εἰς ὑψηλότατο δεντρὶ ἐβάλθηκα ν᾿ ἁπλώσω κιˬ ὁ κλῶνος εἶναι ὑψηλός, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἁπλώσω Ἀθῆν. β) Ἐπιχειρῶ κοιν.: Βάλθηκε νὰ χορέψῃ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1, 144 (ἔκδ. RDawkins) «ἐβάρτη σαν νὰ ἔλθουν». γ) Ἀρχίζω πολλαχ.: Ὁ γέρως ἐβάλθηκε νὰ τρέμῃ σύγκορμος ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 130. Ἐβάλθηκε νὰ γελωκλαίῃ αὐτόθ. 143. Τὸ λυχνάρι ... ἀνάλαμψε πάλι κ’ ἡ κόκκινή του φλόγα ἐβάλθηκε νὰ χορεύῃ αὐτόθ. 40. Ἐβάλθηκε νὰ κλαίῃ μὲ παράπονο αὐτόθ. 18. Τὰ χείλη της ἐβάλθηκαν νὰ τρέμουν ΚΘεοτοκ Οἱ σκλάβ. 6. 2) Ἐπέρχεται κατὰ νοῦν, κατὰ διάνοιαν Κεφαλλ. Χηλ.: Φρ. Τοῦ βάλθηκε (τοῦ ἦλθε κατὰ νοῦν ἢ ἀπεφάσισε) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Σὲ τούτονα τὸ μαχαλᾶ μὲ βάλθη ν᾿ ἀγαπήσω μιὰ ξανθομμάτα καὶ ξανθή, μὰ πῶς νὰ τὸ μιλήσω; Χηλ. Πβ. βάζω, βάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA