ἀσκημˬιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημˬιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσκημˬιὰ ἡ, ἀσκημία Ζακ. Πελοπν. (Μάν.) ἀστημία Μέγαρ. ἀσ-σημία Εὔβ. (Κύμ.) ἀσκημιˬὰ κοιν. ἀστσημιˬὰ Λεσβ. (Ἀγιάσ. Παμφιλ. κ.ἀ.) ἀτημιˬὰ Λέσβ. ἀκεμιὰ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκεμίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀμὲ Λέσβ. (Συκαμν.) ἀσκήμιˬα σύνηθ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀσκημία. ’Ιδ. Χρον. Μορ. Η στ. 4187 (ἔκδ. JSchmitt) «εἰπεῖν καὶ ποιήσειν ἤθελεν τοῦ πρίγκιπος ἀσκημίαν».

Σημασιολογία

1) Ἡ ἰδιότης τοῦ ἀσχήμου, δυσμορφία ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀσκημιά του δὲ λέγεται. Ἀσκημιˬὰ ποῦ ’χει! κοιν. ’Ενή, ἡ --ἄμοιρη ἀστημία ποῦ τὴν ἔχει! Μέγαρ. Τὸ φόρεμά σου εἶναι μιˬὰν ἀσκημιˬὰ Κρήτ. Ἡ ’ναῖκα τούτη’ ἔ’ μιγά’ ἀμὲ Συκαμν. Ἀκεμίαν ἔ᾽ ὁ πρόσωπος ἀτ’ς Τραπ. || Φρ. Ἀσκημιˬˬὰ τῶν ἀdρῶ! (δυσμορφότατε ἀνδρῶν! Ὕβρις) Κρήτ. Ἡ ἀσκημιˬὰ τῶ γυναικῶ! (ἡ μάλιστα δύσμορφος τῶν γυναικῶν) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκημάδα. 2) Πρᾶξις ἀπρεπής, ἐπίψογος, ἀκοσμία πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Γενῆκαν ἀσκημιˬὲς ᾿ς τὸ γάμο- ’ς τὴν ἐκκλησία - ’ς τὴν κηδεία κττ. ’Dά ἔκαμε ταὶ τὸ χτυπάει τὸ παιδί; -Νά, ἀστημία ἔκαμε Μέγαρ. Συνών. ἀσκημοδουλε͜ιά, βρομοδουλε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/