ἀσκημίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημίζω κοιν. ἀ-ημίζω Κύπρ. ἀσ-σημίζω Κάλυμν. ἀσ-σημίζου Εὔβ. (Κύμ.) ἀστσημίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀτσ’μίζου Λέσβ. κ.ἀ. ἀκεμίζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) ᾿σκημίζω Κίμωλ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἀσχημίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσχημος.

Σημασιολογία

1) Μετβ. ἀφαιρῶ τὸ κάλλος, καθιστῶ δύσμορφον ἔνθ’ ἀν: Αὐτὸ τὸ καππέλλο σ᾿ ἀσκημίζει. Ἀσκήμισε τὸ πρόσωπό της μὲ τὸ κοκκινάδι. Ἀσκήμισε τὸ φόρεμά της μὲ τὴν κορδέλλα ποῦ τοῦ ᾽βαλε. Ἡ ἀρρώστιˬα τὸν ἀσκήμισε κοιν. Συνών. ἀραχνιˬάζω Β 1. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι δύσμορφος, χάνω τὴν ὡραιότητα ἔνθ’ ἀν: Ἀσκημίζω ἀπὸ τὴν ἀδυναμία-τὴν ἀρρώστιˬα-τὸ πάχος κττ. κοιν. Ἐχάλασε τ᾿ ὁσπιτί’ τὸ τουβάρ’ κ᾽ ἐκέμιξεν ὅλον τ’ ὁσπίτ’ Τραπ. Τὸ μωρὸν ὅσον τὸ πάει ἀκεμίζ’ καὶ πάει (ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, γίνεται τὸ μωρὸν δύσμορφον) Κοτύωρ. || ᾌσμ. Ἡ κόρη κιˬ ἂν ἀσκήμισε, τὰ μαῦρα μάτιˬα τά ’χει ἀγν. τόπ. ᾽Βδομήντα κόρες κάθονται ἀπάνω σ᾿ ἕνα πεύκι κ’ ἤλειπες ’πὸ τὴ μέση της κ’ ἠσκήμιζε τὸ πεύκι Κῶς Συνών. ἀνταλλάζω 2. 2) Χειροτερεύω Πόντ. (Κερασ.) 3) Ἀποπέρδομαι Εὔβ. (᾿Οκτον.) 4) Μεταφ. ὑβρίζω τινὰ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Κίμωλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Τὸν ἀσκήμ’σε τὸν πατέρα του Μυριόφ. Τὰ παιδιˬά μου δὲ μὲ ’σκημίσανε Κίμωλ. Πβ. ἀσκημένω, ἀσκημεύω, ἀσκημιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/