βαλμᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλμᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαλμᾶς ὁ, Ἄθ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Ἤπ. Θεσσ. Λευκ. Μακεδ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κυνουρ. Λάστ. Μαντιν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Ὀλυμπ. Τριφυλ.) Σαμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Καλοσκοπ. Παρνασσ. Φθιῶτ. Φωκ.) κ.ἀ. βαλουμᾶς Εὔβ. (Ὄρ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Βοσκὸς ἵππων, ὄνων, ἡμιόνων, βοῶν, βουβάλων κττ. Ἄθ. Ἤπ. Θεσσ. Λευκ. Μακεδ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ. Ὀλυμπ. Τριφυλ.): ᾎσμ. Βάλε βαλμᾶδες 'ς τ’ ἄλογα κ’ ἕνα σκυλλὶ ’ς τὴ στάνη Καλάβρυτ. β) Ὁ τρέφων ἵππους καὶ παρέχων αὐτοὺς ἐπὶ ἀμοιβῇ δι᾽ ἁλώνισμα ἢ ἄλλην ἐργασίαν Εὔβ. (Ὀρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Ἀράχ.): Βαλμᾶς μὶ τὰ οὕλα τ᾽, εἴκουσι τσιφάλιˬα ἔχ᾿ Ἀράχ. γ) Ὁ ἐπιμελούμενος καὶ διευθύνων τοὺς εἰς τὸ ἁλώνισμα χρησιμοποιουμένους ἵππους Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) Συνών. ἀλογάρις 1γ. δ) Ἐργάτης ἔλαιοτριβείου μετὰ τοῦ ἵππου του Πελοπν. (Μεσσ.) 2) Παιδιὰ κατὰ διαφόρους τρόπους παιζομένη Εὔβ. Πελοπν. (Κυνουρ. Μαντίν. Μεγαλόπ.) Σάμ. κ.ἀ. 3) Τὸ πτηνὸν ὠτὸς ὁ κοινὸς (otus vulgaris) τῆς τάξεως τῶν ἁρπακτικῶν (rapaceae), εἶδος γλαυκὸς Πελοπν. (Μεγαλόπ. Μεσσ.) 4) Μεταφ. ὁ ἰσχνὸς τὸ σῶμα, καχεκτικὸς Σάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/