ἀσκημισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσκημισμὸς ὁ, Λεξ. Δημητρ. ἀσχημισμὸς ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 43.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀσκημίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀσκήμισμα, ὃ ἰδ., Λεξ. Δημητρ. 2) Κακοποίησις, ἐξευτελισμὸς ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Μὲ κλείσανε ’ς τὴ φυλακή, | τὰ σίδερα μοῦ βάνουν, μὲ δέρουν, ἄλλοι μὲ χτυποῦν, | ἀσχημισμοὺς μοῦ κάνουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA