ἀσκημο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημο-
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀσκημο- (Ι) κοιν.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. 1) Μετ᾿ οὐσιαστικῶν πρὸς σχηματισμὸν οῦσιαστικῶν δηλούντων ὅτι τὸ διὰ τοῦ β΄ συνθετ. σημαινόμενον εἶναι δύσμορφον, δυσειδές, οἷον: ἀσκημάντρας, ἀσκημογυναῖκα, ἀσκημόδοντο, ἀσκημοδουλε͜ιά, ἀσκημοκόριτσο, ἀσκημονεˬός, ἀσκημόπαιδο, ἀσκημόπλασμα, ἀσκημόσκυλλο, ἀσκημότοπος, ἀσκημόχερο κττ. 2) Μετ’ οὐσιαστικῶν πρὸς σχηματισμὸν ἐπιθέτων δηλούντων τὸν ἔχοντα δύσμορφον ἢ κακὸν τὸ ὑπὸ τοῦ β΄ συνθετ. σημαινόμενον, οἷον: ἀσκημόγνωμος, ἀσκημογούλης, ἀσκημοδόντης, ἀσκημόθωρος, ἀσκημομμάτης, ἀσκημομούρης, ἀσκημομύτης, ἀσκημοπόδης, ἀσκημοχέρης κττ. 3) Μετὰ ρημάτων πρὸς δήλωσιν ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ρήματος νοούμενον σύστοιχον ἀντικείμενον εἶναι ἄσχημον ἢ κακόν, οἷον: ἀσκημαββιζάρω, ἀσκημοφορῶ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA