βὰλς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βὰλς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βὰλς τό, κοιν. βάλσι πολλαχ. βάρσι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. valse.

Σημασιολογία

1) Εἶδος χοροῦ χορευομένου ὑπὸ ζεύγους χορευτῶν: Χορεύω βάλς ἢ βάλσι 2) Μουσικὸν τεμάχιον ὑπὸ τοὺς ἢχους τοῦ ὁποίου χορεύεται ὁ ὁμώνυμος χορός: Παίζω βάλς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/