γιˬορτολόγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτολόγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορτολόγι τό, Λεξ. Δημητρ. γιˬορτολόι Σῦρ.-Λεξ. Δημητρ. Πληθ. γιˬορτολόγια Μῆλ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Λεῦκτρ.) Πόντ. (Οἰν.) Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγι, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., εἰς Ἀθηνᾶν 22 (1910), 250, ἢ ἐκ τοῦ παρὰ Σούδᾳ οὐσ. ἑορτολόγιον (=ἡμερολόγιον τῶν ἑορτῶν τοῦ ἔτους).

Σημασιολογία

1) Κατὰ πληθ., κυρίως, περίοδος ἐπισήμων ἑορτῶν εἰς συνέχειαν, ἰδίως αἱ ἑορταὶ τῶν Χριστουγέννων Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Λεῦκτρ.) Σῦρ. Χίος Λεξ. Δημητρ.: Ἤρτανε τὰ γιˬορτολόγιˬα-Θὰ bοῦμε ’ς τὰ γιˬορτολόγιˬα Λεῦκτρ. Γιˬορτολόγιˬα ἔχει ὁ Γενάρης Κάμπος Λακων. || Γνωμ. Χαρὰ ’ς τονε ποὺ ἔσπειρε πριχοῦ τὰ γιˬορτολόγιˬα (ὅτι ὁ καταλληλότερος χρόνος σπορᾶς εἶναι ὁ πρὸ τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων) Σῦρ. || ᾎσμ. Νά ’ρτῃ, μάννα μ’, τ’ ἅι-Γιˬωργιˬοῦ, νά ’ρτουν τὰ γιˬορτολόγιˬα νὰ πᾶς, μάννα μ’, ’ς τὴν ἐκκλησιˬά, νὰ κάμῃς τὸ σταυρό σου Χίος. 2) Τὰ προεόρτια τῶν νηστειῶν, ἰδιαιτέρως δὲ πρὸ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς Πόντ. (Οἰν.) 3) Ὅμιλος, σύνολον ἑορταστῶν ἐκκλησιαστικῆς πανηγύρεως Λεξ. Δημητρ.: Τὸ γιˬορτολόι ἦταν ὅλο φτωχολογιˬά. Τὸ γιˬορτολόγι ἀπὸ τὸ βουνοχώρι κατέβηκε ’ς τὸ πανηγύρι μὲ νταούλιˬα καὶ μὲ πίπιζες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/