ἀσκημόβολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημόβολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκημόβολος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –βόλος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 243 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὁ κακῶς, ὁ ἀτελῶς κατεσκευασμένος: Κάλη εἶναι, μὰ εἶν᾿ ἀσκημόβολη. Ἀσκημόβολο dὸ στόμα τζη (dὸ=’ν’ τό) Συνών. κακοφτε͜ιαγμένος (ἰδ. κακοφτε͜ιάνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/