ἀσκημόδοντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημόδοντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
Ουδέτεροἀσκημόδοντο ἰδ. ἀσκημο - (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA