ἀσκημοδουλε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημοδουλε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκημοδουλε͜ιὰ ἡ, Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. δουλε͜ιά.
Σημασιολογία
Πρᾶξις ἐπίμεμπτος ἰδίᾳ προσβάλλουσα τὰ ἤθη ἔνθ’ ἀν.: Ἔκαμέ dηνε τὴν ἀσκημοδουλε͜ιὰ Κρήτ. Συνών. ἀσκημιˬὰ 2, ἀσκημότη 2, βρομοδουλε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA