βαλσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαλσίδι τό, Πελοπν. (Βασαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βάλλω.

Σημασιολογία

Τὸ ἐπιτιθέμενον φάρμακον: Τὸ ἀγαθὸ ἅμα βγάλῃ κἀνείς, τὸ βαστᾶν μέσα ᾿ς τὸ καφτὸ νερὸ καὶ ἂν πισωστρέψῃ, καλά, ἀλλεˬῶς βάνουν βαλσίδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/