γιˬορτόπιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτόπιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορτόπιˬασμα τὸ, Ζάκ. Ἤπ. (Κοκκιν. Λάκκα Σούλ. Μαργαρ. Πάργ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κύθν. Πελοπν. (Βασαρ. Δυρράχ. Ἦλ. Καρδαμ. Μανιάκ. Φιγάλ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βλαστ. 391 γιˬουρτόπιˬασμα Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζάν. Μελέν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γιˬορτοπιˬάνομαι.

Σημασιολογία

Ἡ σύλληψις κατὰ τὰς παραμονὰς Κυριακῶν ἢ μεγάλων ἑορτῶν, ἡ ὁποία, κατὰ τὰς λαϊκὰς ἀντιλήψεις, θεωρεῖται ἀμαρτωλὴ καὶ φέρει παιδία ἀνάπηρα καὶ ἐλαττωματικὰ (περὶ ταύτης βλ. Ν. Πολίτ., Παραδ., 2, 1281 κ.ἑξ.) ἔνθ’ ἀν.: Σημαδιˬακὰ παιδιˬὰ γεννιˬῶνται, κ’ εἶναι γιˬορτοπιˬάσματα ἢ ἀπὸ παθιˬαραίους γονῆδες Μανιάκ. β) Ὑβριστικῶς, παιδίον τοῦ ὁποίου ἡ σύλληψις ἐγένετο κατὰ τὰς παραμονὰς τῶν ἀνωτέρω ἡμερῶν ἔνθ’ ἀν.: Φυλᾶνε τὶς γιˬορτάδες γιὰ τὸ γιˬορτόπιασμα, ποὺ βγάνει σημαδιˬακὰ παιδιˬὰ Ἦλ. Συνών. γιˬορτοκάμωμα, γιˬορτόσπαρμα. γ) Κατ’ ἐπέκτ., ἄνθρωπος ἔχων ἐκ γενετῆς ἐμφανὲς σωματικὸν ἐλάττωμα, ὁ ἀνάπηρος ἢ γενικὰ ὁ καχεκτικὸς, ἀσθενικός, μικρόσωμος, ἀτελῆς ἄνθρωπος Ἤπ. (Ζαγορ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Κύθν. (Πελοπν. Βασαρ. Δυρράχ. Ἦλ. Μανιάκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.): Τί σόι πιδὶ εἶν’ αὐτό; Μπὰ κὶ τό ’χει γιˬορτόπιˬασμα; Βασαρ. Συνών. γιˬορτοπιˬασμένος (ἐν γιˬορτοπιˬάνω 1β), σημαδεμένος (εἰς λ. σημαδεύω), σημαδιˬακός, σημειωμένος (εἰς λ. σημειώνω). δ) Τέρας, τερατόμορφος ἄνθρωπος Ἤπ. Μακεδ. (Μελέν.) ε) Ἄνθρωπος μικρόνους, ἠλίθιος, μη σῷος τὰς φρένας Πελοπν. (Καρδαμ.) στ) Ἀνήθικος, αἰσχρὸς Ἤπ. (Κοκκιν. Κουκούλ. Πάργ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ζ) Ἐπὶ παιδὸς ἀτάκτου, ὕβρις Ἤπ. (Πλατανοῦσ.): Τὰ γιˬουρτουπιˬάσματα δὲν ἄφ’καν κανένα γκόρτσου νὰ γέ’, τά ’φαγαν ἄγ’ρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/