γιˬορτοστόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτοστόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬορτοστόλι τό, Ἰθάκ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬορτοστολίζω.
Σημασιολογία
Ἑορταστικὸν ἔνδυμα: Τὰ ἴδιˬα καὶ τὰ ἴδιˬα γιˬορτοστόλιˬα μᾶς κοτσάρει. Ἄ δὲ γίνουνε φ’τίλιˬα πάνω του, δὲ θὰ τὰ βγάλῃ (φ’τίλιˬα = φιτίλια, ράκη). Συνών. γιˬορτοφόρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA