γιˬορτοφορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτοφορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬορτοφορῶ ἐνιαχ. γιˬορτοφοροῦ Εὔβ. (Κουρ.) γιˬουρτουφουράου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Μετοχ. γιˬορτοφορεμένος Κ. Χατζόπ., Ἀγάπ., 18 γιˬουρτουφουριμέν’ς Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ. Φωκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τοῦ ρ. φορῶ.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἐνδυμάτων, φορῶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἑορτῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἔφκε͜ιακα ἕνα πιˬὸ καλὸ βουστανάτσι γιˬὰ νὰν τὸ γιˬορτοφοροῦ (νὰ τὸ φορῶ κατὰ τὰς ἑορτὰς) Εὔβ. (Κουρ.) Αὐτὰ τὰ ροῦχα τά ’χου γιˬουρτουφουριμένα Στερελλ. (Αἰτωλ.) β) Μετοχ. ἐπιθετικ., γιˬορτοφορεμένος=ὁ ἑορταστικῶς, ἐπισήμως ἐνδεδυμένος Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.)-Κ. Χατζόπ., ἔνθ’ ἀν.: Γλέπ’ς γιˬουρτουφουριμέν’ς οὕλ’νους κὶ χαρούμιν’ς γιˬὰ τ’ν Ἀνάστασ’ τ’ Χ’στοῦ Φθιῶτ. Φωκ. Οἱ ἄνθρωποι περνοῦνε γιˬορτοφορεμένοι καὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους ’ς τὸ χέρι Κ. Χατζόπ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA