γομαρωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γομαρωσύνη ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. κ.ἀ. - Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι.
Σημασιολογία
Ἀναισθησία, ἀγροικία ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγένεια, ᾶπανθρωπιˬά, ἀπρέπεια, ἀρκουδιˬά, γαιˬδουριˬὰ 2, γαιˬδουριλίκι, γαιˬδουροσύνη, *γαιˬδουρότη, γομαριˬὰ 2, γομαρίλα 2, γουρουνιˬά, γυφτιˬὰ 4, γυφτίλα 2, γυφτιλίκι 1, γύφτισμα, χωριˬατιˬά, ἀντίθ. εὐγένεια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA