ἀσκημομιλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημομιλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημομιλῶ σύνηθ. ἀσκημουμ’λῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀστσημομιλῶ Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄσκημα καὶ τοῦ ρ. μιλῶ. Τύπ. ἀσχημομιλῶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁμιλῶ ἀπρεπῶς πρός τινα ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδί σου μοῦ ἀσκημομίλησε Κεφαλλ. Ἤπηρές το κολάι κιˬ ἀσκημομιλεῖς (κολάι=συνήθεια) Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/