γιˬοσμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοσμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬοσμᾶς ὁ, Θρᾴκ. (Σκόπ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) γιˬουσμᾶς Λῆμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yosma=ὡραῖος, χαρίεις.
Σημασιολογία
1) Ἀνὴρ πλήρης χάριτος Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. λεβέντης. 2) Πειρατὴς Θρᾴκ. (Σκόπ.): Βγήκανε τρεῖς γιοσμᾶδες ’πὲ μέσα ’πὸ τὰ νησιά. 3) Τραγουδιστὴς Λῆμν.: ’Κεῖνα τὰ χρόνιˬα ’ς οὕλα τά χουριˬὰ εἶχι γιˬουσμᾶδις. Τώρα πιθάναν οὕ’. Ἡ λ. ὡς τόπων. Μακεδ. (Θεσσαλον.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬοσουμᾶς Ἤπ. (Δρόβιαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA