ἀσκημομούτσουνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημομούτσουνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκημομούτσουνος ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ. (λ. ἀσκημομούρης) -ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 58 ἀ-ημομούτσουνος Κύπρ. ἀσκημουμούτσουνους Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. μουτσούνα ἣ μούτσουνο.
Σημασιολογία
Ἀσκημομούρης, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἀσκημομούτσουνος σὰ dὸ χοῖρο Κρήτ. Κωπελλιˬὰ ἀσκημομούτσουνη αὐτόθ. Πεˬότερο ὅμως ἀπὸ τοῦτα τὰ ψάριˬα ἀσκημομούτσουνο εἶναι τὸ βαρθακόψαρο ΚΜπαστ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA