Γόμορρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γόμορρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
Γόμορρα τά κοιν. Γόμαρρα Μακεδ. Σάμ. Γόμπορρα Πελοπν. (Γαργαλ.) Μόγορρα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μανιάκ.)
Ετυμολογία
Ἡ πόλις Γόμορρα τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Γεν. 18, 16 κ.ἑξ.) ἡ ὁποία κατεστράφη μετὰ τῶν Σοδόμων. Ὁ τύπ. Γόμαρρα κατὰ προληπτικὴν ἀφομοίωσιν, ὁ δὲ τύπ. Μόγορρα κατ᾽ ἀντιμετάθεσιν τῶν φθόγγων γ-μ εἰς μ-γ.
Σημασιολογία
Μόνον εἰς συνεκφορὰν μετὰ τῆς λ. Σόδομα ὡς παροιμ. φρ.: Ἔγιναν Σόδομα καὶ Γόμορρα (κατεστράφησαν εἰς ἐρείπια, ἐκ θεμελίων, ὁλοσχερῶς) κοιν. Συνών. φρ. Ἔγιναν γῆς Μαδιάμ. Εἶναι Σόδομα καὶ Γόμορρα (ἐπὶ αἰσχρῶν) κοιν. Σόμορα καὶ Μόγορρα τὰ ᾽φτε͜ιαξες (τὰ ἔκαμες ἄνω κάτω Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἔκείνη ἡ συνοικία εἶναι τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα (ἔχει κοινὰς γυναῖκας) Ἤπ. Κέτο͜ια ποὺ κάνουνε, Σόδομα καὶ Γόμπορρα νὰ γένουν (κέτο͜ια = τοιαύτας αἰσχρὰς πράξεις· ἀρὰ) Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA