βάμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάμα τό, Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. Δωρ. βόαμα. Κατὰ ΜΔέφνερ Λεξ. 67 ἐκ τοῦ ἀρχ. βάγμα=λόγος, κατὰ HPernot Dial. tsakon. 332 ἐκ τοῦ ρ. βοῦ.
Σημασιολογία
1) Θρῆνος: Τὸ καμπζὶ ἀρχινίε τὰ βάματα (τὸ παιδὶ ἤρχισε κτλ.) 2) Δάκρυον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA