γομπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γομπίζω ἐνιαχ. σγουμπίζω Πελοπν. (Βούτσ. Γορτυν. Δίβρ. Κοντοβάζαιν. κ.ἀ.) ζουμπίζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ.) Μετοχ. σγουμπίζοντις Πελοπν. (Βούτσ. Κοντοβάζαιν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόμπα, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ σγούμπα.

Σημασιολογία

1) Κυφοῦμαι, κυρτοῦμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ γεράσῃς κ᾽ ἐσὺ καὶ θὰ σγουμπίσῃς Πελοπν. (Δίβρ.) Συνών. καμπουριˬάζω. 2) Βαδίζω κύπτων ἔνθ᾽ ἀν.: Πάει σγουμπίζοντις ᾽ς τὸ χωράφι Πελοπν. (Κοντοβάζαιν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/