γόμπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόμπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γόμπος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. γόbος Κεφαλλ. Λευκ. - Α. Λασκαράτ., Μυστήρ., 9 σγόμπος Πελοπν. (Πάτρ.) σγόbος Ζάκ. Κύθηρ. σγοῦbος Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. κ.ἀ. σγουμπὸς Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βερεστ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Γέρμ. Γορτυν. Δίβρ. Δυρράχ. Ἐρμιόν. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Κοπαν. Λεντεκᾶδ. Μαργελ. Μηλιώτ. Μεσσην. Οἰν. Παιδεμέν. Πάν. Ποταμ. κ.ἀ.) σγουbὸς Ἰθάκ. Λευκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ) σγ᾽bὸς Λευκ. γόμπας Ἤπ. (Πρέβ.) γούbης Θήρ. σγούbης Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gobbo, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ sgobbo.
Σημασιολογία
1) Κυφός, κυρτὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Τό ᾽παθαν ὅλοι οἱ σγοῦbοι καὶ τό ᾽παθα κ᾽ ἐγώ Παξ. Ἡ θε͜ιὰ Τασὰ εἶναι πολὺ σγουμπὴ καὶ δὲ βγαίνει ὄξω ᾽ς τὴ ρούγα νὰ κουβεντιˬάσῃ μὲ τσὶ γειτόνισσες (ρούγα = γειτονιὰ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ τ᾽ρα ᾽τήνε τὴ σγουμπὴ ποὺ θέλει καὶ κουνουκλίκιˬα (= ἐρωτοτροπίες) αὐτόθ. Εἶναι σγ᾽bός, ὁλόσγ᾽bος Λευκ. Ἔνας γόbος καὶ κάνει τὸν αλληκαρᾶ αὐτόθ. || Παροιμ. Εἶπ᾽ ἡ gαμήλα τὰ gαμηλάκιˬα της πὼς εἶναι σγουbὰ (ἐπὶ τοῦ ἀποδίδοντος εἰς ἄλλους ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔχει εἰς μέγαν βαθμὸν Πελοπν. (Μάν.) || Αἰνίγμ. Καὶ νιˬὸς σγουμπὸς καὶ γέρος καμαρίλος (= ἡ πτέρις) Πελοπν. (Κόκκιν.) Σγουμπὸς ὁ πατέρας, καλὸ τὸ παιδί, τρελλὸ τ᾽ ἀγγόνι (τὸ κλῆμα, ἡ σταφυλή, ὁ οἶνος) Ἀγν. τόπ. Συνών. γομπιˬάρης, γομπίλος, γομπόρραχος, γομπουλός, καμπούρης. 2) Ὡς οὐσ., τὸ κύφωμα, ὁ ὗβος, ἡ καμπούρα Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. φρ. Πιˬάσε γόμπο, νά ᾽χῃς γούρι. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γόμπος Ἀθῆν. Κεφαλλ. Ρόδ. Σπέτσ. Γόμπους Μακεδ. (Θεσσαλον.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ Σγούμπου Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA