γόμωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόμωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόμωμα τό, ἐνιαχ. γόμωμα Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Τραπ. κ.ἀ.) γόμωσμα Καππ. (Ἀραβάν.) γόμωσμαν Πόντ. (Ἀργυρόπ. Σταυρ. Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γωμώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πληροῦν, τοῦ γεμίζειν Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Σταυρ. Τραπ.) Συνών. γέμισμα 1. β) Συμπλήρωσις, ἀναπλήρωσις, ὡς π.χ., χρονικοῦ τινος ὁρίου Πόντ. Πβ. γόμωση. 2) Ὀνθύλευμα, ἤτοι μαλλία, ράκη κ.τ.τ., διὰ τῶν ὁποίων πληροῦνται στρωμναὶ κ.τ.τ. Πόντ. (Ἀργυρόπ. Τραπ. κ.ἀ.): Τοῦ τουσεκί ᾽τὰ γομώσματα (τουσεκὶ = στρῶμα) Τραπ. Συνών. γέμισμα 1β, γέμος 2, γέμωση 2, γεμωσιˬὰ 1, γόμος. 3) Εὐσαρκία Πόντ. 4) Ὕδρευσις Πόντ. Πβ. γομώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA