γονατιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονατιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γονατιˬὰ ἡ, Ἐρεικ Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Θήρ. Ἴος Κρήτ. (Ἡράκλ.) Μύκ. Ὀθων. Πελοπν. (Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δαιμον. Δίβρ. Κοντοβάζ. Κοντογόν. Λάστ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σίφν. Τῆλ. - Λεξ. Αίν. Δημήτρ. γουνατιˬὰ Προπ. (Κύζ.) γονατέα Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) γονατέ Δ. Κρήτ. γοναθιˬὰ Κρήτ. (Ἀνατολ. Κίσ. κ.ἀ.) γονατ-ιˬὰ Τῆλ. γονατγιˬὰ Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιά. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,254 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀπὸ τοῦ πέλματος μέχρι τοῦ γόνατος ἀπόστασις, λαμβανομένη ἁδρομερῶς ὡς μονὰς ὕψους ἢ βάθους Πόντ. (Τραπ.): Τὸ νερὸν ἕναν γονατέαν ἔτον. 2) Κτύπημα διὰ τοῦ γονάτου Ἀθῆν. Ἐρεικ. Κέρκ. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Ὀθων. Παξ. κ.ἀ. - Γ. Δροσίν., Ἀγροτ. ἐπιστ., 156: Τοῦ ᾽δωσε μιˬὰ γονατιˬὰ ᾽ς τὴν κοιλιὰ Ἀθῆν. Μοῦ ᾽δωκε μιˬὰ γοναθιὰ ᾽ς τὸ καλάμι κ᾽ ἐκουζουλάθηκα ἀποὺ dὸ bόνο (καλάμι = κνήμη) Κίσ. || Ποίημ. ᾽Σ τὸ στόμα της ἁπλώνετ᾽ ἕνα χέρι, ἕν᾽ ἄλλο τῆς φουχτώνει τὰ μαλλιˬά, μιˬὰ γονατιˬὰ ᾽ς τὸ χῶμα τὴ γυρνᾷ Γ. Δροσίν., ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἴχνος γόνατος Κρήτ. (Ἀνατολ. Ἡράκλ. Κίσ.) Πελοπν. (Λάστ.) Πόντ. Τῆλ. – Λεξ. Δημήτρ.: Καὶ ἔμειναν ᾽ς τὴν bλάκα οἱ γονατιˬὲς Ἡράκλ. Κοντὰ ᾽ς τὸ ποτάμι εἶναι δυˬὸ γονατιˬές, γιˬατὶ ἐγονάτισε ὁ δράκος Λάστ. Ἡ σημ. καὶ εἰς τοπων. Τοὺ Διγενῆ οἱ γονᾶτες Δ. Κρήτ. 3) Ἡ ἐπὶ τῶν γονάτων στάσις ἢ πτῶσις, τὸ γονάτισμα Λεξ. Αἰν. β) Μεταφ., πτῶσις οἰκονομικὴ ἢ ἠθικὴ, κατάπτωσις Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ. Γαργαλ. Παιδεμέν. Τριφυλ.) - Λεξ. Αἰν.: Τὸν εὑρῆκε μεγάλη γοναιˬά. Τοῦ ψόφησε τὸ ἄλογο Γαργαλ. Τί νὰ σοῦ κάνῃ ἡ γ-ἐρμούλα κ᾽ ἡ γι-ἀλλοτρούλα ἡ Καλή; Τὴν εὑρήκανε γονατιˬὲς ᾽ς τὸ σπίτι της. Τῆς ψόφησε τὸ μουλάρι, τοὺς πῆρε τὸ ποτάμι μὲ τὶς κατεβασὲς τὸ χωράφι, τοὺς πινιγήκανε καὶ δυˬὸ προβατῖνες ἑτοιμόγεννες (ἀλλοτρούλα = δυστυχὴς) Δίβρ. Συνών. γονατισιˬὰ 1β, γονάτισμα 3. γ) Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, λόγῳ τῆς κατ᾽ αὐτὴν γενομένης γονυκλισίας Ἤπ. (Θεσπρωτ.): ᾎσμ. Μεγάλη Πέφτη νά ᾽ρχεται δέκα φορὲς τὸ χρόνο καὶ Γονατιˬὰ νὰ μὴν ἐρθῇ καμμιˬὰ φορὰ τὸ χρόνο Συνών. βλ. εἰς λ. γονάτισμα 2. 3) Βλαστὸς ἀμπέλου ἢ δένδρου φυτευθεὶς κεκαμμένος Μύκ. Σίφν. - Λεξ. Δημητρ.: Τώρα θὰ κάμῃ τὶς γονατιˬὲς Σίφν. Συνών. καταβολάδα, κλαδιˬά, κολοβούτι, ρύγι. β) Τὸ εἰς σχῆμα κεκαμμένου γόνατος τμῆμα τοῦ τόρνου σιδήρου κ.τ.τ. Ἴος Προπ. (Κύζ) κ.ἀ.: Τὸ σίδερο ἔχει γονατιˬὰ Ἴος. Ἡ γονατιˬὰ τοῦ τόρνου Κύζ. Συνών. γέφυρα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA