γονατιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γονατιˬάζω ἐνιαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς - ιˬάζω.

Σημασιολογία

Γονατίζω Β2γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/