βαντάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαντάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαντάκι τό, Στερελλ. (Ἀγρίν.)-Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 100 ΔΛουκοπ. Πῶς ὑφαίν. 16-Λεξ. Δημητρ. βαdάκι Κύθηρ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) βαντάκ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βάντα διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ δέσμη νήματος ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν. 2) Δέμα ξύλων καυσίμων Κύθηρ. 3) Ἄθροισμα ὁρμαθῶν φύλλων καπνοῦ συνδεδεμένων καὶ ἐξηρτημένων Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ.) –Μποὲμ ἕνθ’ ἀν.: Π’λήθ’κι βαντάκιˬα οὑ καπνὸς Αἰτωλ. Μιˬὰ μεγάλη κάμαρα... μὲ καπνισμένα τὰ δοκάριˬα τῆς στέγης ποῦ κρέμουνταν ἀπ᾿ αὐτὰ κἀμμιˬὰ εἰκοσαριˬὰ βαντάκιˬα καπνοῦ Μποὲμ ἔνθ᾽ ἀν. 4) Δέμα κλάδων μυρίκης συγκρατουμένων διὰ πασσάλου εἰς μέρος ἀβαθὲς τῆς λιμνοθαλάσσης μεταξὺ τῶν φύλλων τῶν ὁποίων εἰσδύουσα ἡ γαρίδα ἀλιεύεται Στερελλ. (Μεσολόγγ.) -Λεξ. Δημητρ.: Βγάνω γαρίδα μὲ τὸ βαdάκι Μεσολόγγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/