βαντακιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαντακιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαντακιˬάζω ΔΛουκοπ. Πῶς ὑφαίν. 13 βαντακιάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαντάκι.
Σημασιολογία
1) Σχηματίζω τὸ νῆμα εἰς δεσμίδας ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν. 2) Σχηματίζω ὁρμαθὸν ἐκ μικροτέρων ὁρμαθῶν φύλλων καπνοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Καπνὸς βαντακιασμένους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA